Το βιβλίο ξεκινάει με μια εκπληκτική επτασέλιδη περιγραφή μιας τοιχογραφίας. Στην αριστερή πλευρά υπάρχει μια μεσαιωνική πολίχνη που μαθαίνουμε κάποια στιγμή ότι βρίσκεται στη Βόρεια Ρηνανία – Βεστφαλία. Υφαντήρια, σιδηρουργεία, βυρσοδεψεία, βαφεία, ο καθεδρικός ναός. Και μια σκηνή δημόσιας εκτέλεσης σε τροχούς και ικριώματα, που πάνε να παρακολουθήσουν όλοι: χειρώνακτες και κλέφτες, καλφάδες, ζητιάνοι και σκύλοι. Στη δεξιά πλευρά, ανάλογες σκηνές βίας και ταραχών, μόνο που όπως τελικά μαθαίνουμε βρισκόμαστε στη Θεσσαλονίκη του 14ου αιώνα και το πλήθος διχάζεται αναποφάσιστο ανάμεσα στην Αννα Παλαιολογίνα και στον στασιαστή Ιωάννη Καντακουζηνό. Οι δύο συρφετοί κάπου ενώνονται καθώς η αριστερή πλευρά ξεχειλώνει κάπως προς τη δεξιά. Ακολουθεί πεντασέλιδη ανάλυση του πίνακα και των εικαζόμενων στόχων του ζωγράφου με αφορμή την αναπαράσταση των δύο αυτών κινημάτων, των Αναβαπτιστών και των Ζηλωτών.

Στην ανάλυση αυτή, μεταξύ άλλων, λέγεται ότι η αφήγηση του ζωγράφου δεν είναι γραμμική (προηγείται το κίνημα του 16ου αιώνα και ακολουθεί αυτό του 14ου), ότι πίσω από κάθε έργο και κάθε χαρακτήρα κρύβεται ο ίδιος ο δημιουργός του, άρα η περιγραφή της πραγματικότητας είναι αποσπασματική, όσο αποσπασματική είναι και η εικόνα του δημιουργού του έργου αλλά και όλων μας για τον κόσμο, ότι πάντως η εικόνα μπορεί και να θέλει να αποτυπώσει την επίδραση της Δύσης στην Ανατολή, το «πνευματικό κλύσμα» στο οποίο υποβάλλονται «όσοι αρνούνται να δεχθούν την κατωτερότητά τους».

Στην ελληνική ταβέρνα

Ολα αυτά εκτυλίσσονται μπροστά στα μάτια κάποιου Μπάμπη, οπότε και μαθαίνουμε ότι η τοιχογραφία δεν είναι ενός γνωστού ζωγράφου. Βρισκόμαστε σε μια ελληνική ταβέρνα στο Ντύσελντορφ, την τοιχογραφία έχει ζωγραφίσει ένας έλληνας ζωγράφος, μετανάστης στη Γερμανία. Στην ουσία, αυτό που βλέπουμε στην τοιχογραφία θα το δούμε και στην πραγματική ζωή, αφού η ιστορία διαδραματίζεται σε αυτή τη γερμανική πόλη με πρωταγωνιστές Ελληνες συν έναν Γερμανοολλανδό. Και η ανάλυση της τοιχογραφίας, θα καταλάβουμε στο τέλος, είναι ένα είδος προγραμματικής εξαγγελίας για το τι θα διαβάσουμε μετά. Μια ελληνική ιστορία σε μια ξένη πόλη, μικρό μόνο μέρος μιας ευρύτερης τοιχογραφίας επιβολής, μάχης εξουσιών, αναρίθμητων θανάτων. Μιας τοιχογραφίας στην οποία εντέλει όλοι είναι εναντίον όλων.

Ο εν λόγω Μπάμπης, που βρίσκεται στην ταβέρνα του Ζαχαρία, είναι μεταλλειολόγος και συνεργάτης του επιχειρηματία Γιάννη Πολυχρονόπουλου, που εξάγει μάρμαρα στη Γερμανία. Η κόρη του Πολυχρονόπουλου Ουρανία, με Πόρσε και κάρτες που πληρώνει η εταιρεία, έχει συνδεθεί με τον Γερμανοολλανδό Χάινριχ, ανερχόμενο στέλεχος εταιρείας που εισάγει ορυκτές πρώτες ύλες και στον οποίο ο Γιάννης και μέλλων πεθερός του ποντάρει πολλά. Τόσο μακροπρόθεσμα, για το μέλλον της εταιρείας του, όσο και για την επίλυση ενός άμεσου προβλήματος, της καθυστέρησης παράδοσης ποσότητας μαρμάρου λόγω του πολέμου στη Γιουγκοσλαβία (βρισκόμαστε στη δεκαετία του ’90) και των προβλημάτων διέλευσης των φορτηγών.

Το «τουρλουμπούκι» της ζωής

Πέραν των πέντε αυτών προσώπων, ρόλο στην ιστορία παίζουν ο ζωγράφος Καραμπίνης, η Λουκία, πρώην γυναίκα του Μπάμπη, αλλά και ένας ελληνοπόντιος ταξιτζής που, έπειτα από διάφορες απατεωνιές στην καταρρέουσα Σοβιετική Ενωση, εγκαταστάθηκε «λευκός» στη Γερμανία. Μέσα από την ιστορία τους παρακολουθούμε λίγο και τη ζωή της ελληνικής κοινότητας της Γερμανίας, λ.χ. τη σύναξη σε ανοιχτό χώρο για συλλογικό ψήσιμο οβελία το Πάσχα. Τα πράγματα γίνονται λίγο όπως να ‘ναι, αλλά επίτηδες: από τον πόντιο ταξιτζή που προσπαθεί να πουλήσει τα μάρμαρα του Πολυχρονόπουλου σε λαχειοφόρο αγορά το Πάσχα (το αδιάθετο, λόγω καθυστέρησης παράδοσης, μπλοκ μαρμάρου είναι στη μέση του χώρου όπου ψήνεται ο οβελίας) μέχρι το όνομα της ελληνικής ταβέρνας του Ζαχαρία που, ενώ είναι υπόγεια, λέγεται Λούφτμπαλόν (αερόστατο)! Αυτό πιθανόν να θέλει να αποτυπώσει μια γενικότερη έλλειψη αισθητικής του βίου που έχει ο γερμανικός τρόπος, στον οποίο ενσωματώνονται και οι μετανάστες, πιο πολύ όμως θέλει να αποτυπώσει την άποψη του συγγραφέα για την έλλειψη νοήματος στη ζωή και την ιστορία. Ο Γερμανοολλανδός θέλει απλώς να φάει την εταιρεία του Πολυχρονόπουλου και κάτι νταμάρια στην Ελλάδα, ο Μπάμπης, που δέρνει τη γυναίκα του, συνεργάζεται μαζί του για να απομυζήσει και αυτός τον Πολυχρονόπουλο. Εκεί όμως που ο Νόλλας φθάνει ευφυώς να σαρκάσει και τον εαυτό του, ως κριτή όλων αυτών των «ακατάληπτων» πράξεων των ανθρώπων, είναι στο πρόσωπο της Ουρανίας. Ο συγγραφέας, πιστός στην άποψή του για τη σημασία του «ιερού», της θρησκείας με άλλα λόγια, ως κοινωνικού συνεκτικού κρίκου, στέλνει την αηδιασμένη από τα εγκόσμια Ουρανία να κλειστεί σε βουλγάρικο μοναστήρι, παρατώντας την Πόρσε προκειμένου να περιποιηθεί έναν βούλγαρο ανάπηρο. Και αφού μας κάνει μια ανάλυση για το πώς τέτοιοι άνθρωποι σώζουν με τη θυσία τους τούς υπολοίπους, λέει μετά ότι ο βούλγαρος ανάπηρος είναι κοινός απατεώνας, που καταζητείται με διεθνές ένταλμα!

Με ενδιαφέρουσα γλώσσα και ύφος (όπου κάποιοι θα έβρισκαν και μεταμοντέρνα στοιχεία), που περνάει το «τουρλουμπούκι» της ζωής στον ίδιο τον τρόπο γραφής της λογοτεχνίας, ο Νόλλας παρουσιάζει τόσο εκτεταμένα το «ακατάληπτο», που εντέλει το κάνει καταληπτό. Και αυτό είναι η λογοτεχνική του επιτυχία.

Γιατί το βιβλίο που είναι τρόπον τινά συνέχεια του προηγούμενου μυθιστορήματος του Δημήτρη Νόλλα, Ταξίδι στην Ελλάδα, δίνει την ευκαιρία στον συγγραφέα να κάνει φύλλο και φτερό την πεζότητα σπουδαίων σχέσεων (εξού και η εντελώς πεζή εταιρεία μαρμάρου), ιδιωτικών και διακρατικών, και τη συναφή υποκρισία που τις διέπει. Να δείξει, επίσης, ότι όλοι ψάχνουν παντού και καθ’ υπερβολή να βρουν το συμφέρον ακόμη κι εκεί που δεν υπάρχει, ίσως όμως και γιατί είναι όντως κρυμμένο παντού, αφού το χρήμα δηλητηριάζει τα πάντα –ακόμα και τις σχέσεις γονιών – παιδιών.

Δημήτρης Νόλλας

Μάρμαρα

στη μέση

Εκδ. Ικαρος, 2015, Σελ. 144

Τιμή: 13 ευρώ