Είναι μεγάλη τιμή για μένα η βράβευση με το Βραβείο Καρλομάγνου, το οποίο απονέμεται κάθε χρόνο σε κάποιον που έχει διακριθεί για το έργο του υπέρ της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Πρόκειται για βραβείο μεγάλου κύρους και νιώθω ταπεινότητα να συγκαταλέγομαι στον μακρύ κατάλογο των βραβευθέντων. Το βραβείο αυτό μου δίνει κουράγιο να συνεχίσω να συνηγορώ υπέρ μιας φιλόδοξης Ευρωπαϊκής Ενωσης η οποία, παρά τις πολύπλευρες επιθέσεις που δέχεται, παραμένει το βασικό εργαλείο για την αντιμετώπιση των αναρίθμητων προκλήσεων που μας επιφυλάσσει το μέλλον. Η ΕΕ είναι συνώνυμη με ένα ειρηνευτικό σχέδιο που όμοιό του δεν έχει ξαναδεί η Ευρώπη και που φέτος αποκτά περισσότερη σημασία αφού εορτάζουμε 70 χρόνια ειρήνης από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Καθώς οι αναμνήσεις αυτές ξεθωριάζουν, οι πολίτες εκλαμβάνουν την ειρήνη ως δεδομένο και είναι σωστό και λογικό να περιμένουν από την ΕΕ περισσότερα επιτεύγματα προκειμένου να συνεχίσουν να την εμπιστεύονται. Η ΕΕ διαθέτει τεράστιο δυναμικό για την εκπλήρωση των προσδοκιών των πολιτών, τόσο στο πεδίο της οικονομίας, του περιβάλλοντος, της μετανάστευσης, όσο και γενικότερα στην προάσπιση των συμφερόντων της Ευρώπης στην παγκόσμια σκηνή.

Αυτοί οι πολλαπλοί, ταχέως εξελισσόμενοι τομείς θα επηρεάζουν συνεχώς τις ζωές των ευρωπαίων πολιτών και, από τη φύση τους, απαιτούν συντονισμένη προσέγγιση για να εξευρεθούν αποτελεσματικές λύσεις. Εν τούτοις, σήμερα, παρατηρείται στην ΕΕ έντονη ομφαλοσκόπηση που οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στις φυγόκεντρες πολιτικές δυνάμεις σε διάφορα κράτη-μέλη, με αποτέλεσμα να αποσπάται τελείως η προσοχή της ΕΕ από τα προβλήματα που οι πολίτες θέλουν να δουν να επιλύονται. Συχνά μάλιστα, στις πρωτεύουσες των κρατών-μελών η ΕΕ χρησιμοποιείται ως εύκολος αποδιοπομπαίος τράγος και η απόδοση των ευθυνών στις Βρυξέλλες αποτελεί για τις κυβερνήσεις την ευκολότερη λύση για να εξηγήσουν ένα πρόβλημα. Το σωρευτικό αποτέλεσμα αυτής της στάσης είναι να αισθάνονται οι πολίτες όλο και περισσότερο αποξενωμένοι από την ΕΕ, αντιμετωπίζοντάς την κυρίως ως έναν υπερμεγέθη μηχανισμό που ενδιαφέρεται περισσότερο για τις εσωτερικές του διεργασίες και λιγότερο για την προάσπιση των προσδοκιών των λαών.

Ας πάρουμε για παράδειγμα τις βασικές γραμμές συζήτησης στην ΕΕ τα τελευταία χρόνια. Το θέμα που προκάλεσε το μεγαλύτερο ενδιαφέρον ήταν το δίλημμα της παραμονής ή της εξόδου της Ελλάδας και του Ηνωμένου Βασιλείου. Δεν πρόκειται για θέματα ελάσσονος σημασίας που μπορεί να αντιμετωπιστούν με ελαφρότητα, αλλά δεν είναι και τα ζητήματα που κυρίως ορίζουν την καθημερινή ζωή των ευρωπαίων πολιτών. Αν οι πολιτικοί αντιλαμβάνονταν ορθά και προασπίζονταν την πραγματική αξία και τις δυνατότητες της ΕΕ να βοηθήσει τους πολίτες της, το θεματολόγιό μας θα ήταν σαφώς πιο ενδιαφέρον και καίριο. Αρκεί να σκεφτούμε την καθιέρωση της ενιαίας αγοράς ως παράδειγμα του πώς ένα θετικό και μακρόπνοο όραμα μπορεί να ενεργοποιήσει το κοινό.

Ο κανόνας τού όλο και πιο παγκοσμιοποιημένου κόσμου στον οποίο ζούμε είναι ότι τα προβλήματα δεν σταματούν στα εθνικά σύνορα. Συνεπώς, η συνεννόηση σε ευρωπαϊκό επίπεδο παραμένει ζωτικής σημασίας και δεν θα πρέπει να διστάσουμε να υλοποιήσουμε μακρόπνοα προγράμματα, που θα επιτρέψουν στους πολίτες να ανακαλύψουν εκ νέου τι μπορεί να επιτύχει η ΕΕ. Αγνοώντας την πραγματικότητα του παγκοσμιοποιημένου κόσμου στον οποίο ζούμε, οι δυνάμεις που υποστηρίζουν την επανεθνικοποίηση μας προτείνουν να αποτραβηχτούμε στις μικρές μας χώρες όπου –υποτίθεται –θα βρούμε τις πιο απλές απαντήσεις στα πιο σύνθετα προβλήματα. Η ανακουφιστική αυτή προσέγγιση, που εδράζεται σε έναν εξωπραγματικό κόσμο, είναι ελκυστική για την απατηλή της απλότητα και αναστέλλει μια φιλόδοξη ατζέντα για την ΕΕ και τους πολίτες της.

Η νέα Επιτροπή και οι τεκτονικές μετατοπίσεις γύρω μας συνέβαλαν στο να ταρακουνηθούμε και να αναλάβουμε δράση. Ενα επενδυτικό πρόγραμμα διαμορφώνεται για την επανεκκίνηση της ανάπτυξης, η ενεργειακή ένωση και η ψηφιακή ενιαία αγορά είναι στα σκαριά, μόλις προτάθηκε μια νέα πολιτική για τη μετανάστευση, η ΕΕ ομιλεί με μία φωνή για την Ουκρανία και η Διάσκεψη του Παρισιού για το κλίμα θα προσφέρει μια νέα ευκαιρία στους Ευρωπαίους να διαδραματίσουν ηγετικό ρόλο στον τομέα του περιβάλλοντος και όχι να έπονται των εξελίξεων. Ολοι αυτοί είναι τομείς στους οποίους η δράση της ΕΕ μπορεί να φέρει καλύτερα αποτελέσματα για τους πολίτες, δίνοντάς τους και πάλι έναν λόγο για να πιστέψουν στην ΕΕ.

Παράλληλα με αυτό το άκρως ενδιαφέρον θεματολόγιο, η δημοκρατική εκπροσώπηση της ΕΕ έλαβε σημαντική ώθηση μετά τις τελευταίες ευρωπαϊκές εκλογές μέσω της διαδικασίας του «κύριου υποψηφίου» (Spitzenkandidat), βάσει της οποίας ο πρόεδρος της Επιτροπής εκλέγεται πλέον ως άμεσο αποτέλεσμα αυτών των εκλογών.

Οι ευρωπαίοι ηγέτες οφείλουν να αξιοποιήσουν αυτή τη δυναμική και να προχωρήσουν για να αναπτύξουν αυτούς τους στόχους με σθένος, όραμα και πολιτική μακράς πνοής. Η προσέγγιση δεν μπορεί να είναι απλώς και μόνο η διαχείριση της κρίσης, χαρακτηριστική των τελευταίων ετών, να πράττουμε δηλαδή το απολύτως απαραίτητο και να ελπίζουμε ότι είναι αρκετό. Είναι πια ώρα οι πολιτικοί να παραμερίσουν τον εθισμό, σχεδόν, με τις δημοσκοπήσεις και μια πολιτική επιλεκτικών μικροπαρεμβάσεων και να ανακαλύψουν εκ νέου έναν τρόπο άσκησης της πολιτικής, που αντιμετωπίζει τις προκλήσεις και τις ευκαιρίες κατά μέτωπο με στόχο τη μόνιμη επίλυση των προβλημάτων. Μπορούμε να δούμε τα καταστρεπτικά αποτελέσματα όταν οι πολιτικοί, αντί να ηγούνται με αποφασιστικότητα, ανησυχούν για τους κινδύνους που τους απειλούν, επιτρέποντας σε άλλες πιο επικίνδυνες δυνάμεις να καθορίζουν την πολιτική.

Ας μην ξεχνάμε πως η τολμηρότερη και πιο μακροπρόθεσμη προσέγγιση που έχουν υιοθετήσει οι αρχιτέκτονες της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης μας χάρισε ειρήνη, συμφιλίωσε εχθρούς και ξανάχτισε την Ευρώπη από τα ερείπιά της.

Ο Μάρτιν Σουλτς είναι πρόεδρος

του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου