Μπορεί ο αναπληρωτής υπουργός Πολιτισμού Νίκος Ξυδάκης να χαρακτήρισε τον Μίκη Θεοδωράκη «βουνοκορφή του ελληνικού πολιτισμού», όμως ο συνθέτης τελικά αποδείχθηκε χείμαρρος.

Και μπορεί ο υπουργός να αγχώθηκε ώστε και να είναι συνεπής στο ραντεβού που είχε κλείσει για το απόγευμα της Τρίτης με τον 90χρονο συνθέτη και να προλάβει την ονομαστική ψηφοφορία στη Βουλή, αλλά τελικά, μόλις βρέθηκε ενώπιος ενωπίω με τον συνθέτη και τις διηγήσεις του από την Κατοχή ώς τη χούντα, έδειξε να χαλαρώνει.

Εκείνη η διήγηση που τον γοήτευσε περισσότερο φαίνεται πως ήταν από το ταξίδι του Μίκη στη Χιλή, όταν ο συνθέτης για πρώτη φορά κατάφερε να παρουσιάσει το «Κάντο Χενεράλ» στην πατρίδα του Πάμπλο Νερούδα με καθυστέρηση 20 χρόνων λόγω του πραξικοπήματος.

Ο Μίκης θυμήθηκε τη στιγμή που επισκέφθηκε το μνήμα του ποιητή στην Ισλα Νέγρα, λίγο έξω από το Σαντιάγο, και διαπίστωσε ότι οι καμπάνες που είχαν τοποθετηθεί στο σημείο ηχούσαν στον ίδιο τόνο με εκείνον που άρχιζε το «Κάντο Χενεράλ». Κι όταν από ένα φορητό κασετόφωνο λίγο αργότερα ακούστηκε το «Ερχονται τα πουλιά», ένα πουλί με κόκκινο στήθος έπεσε πλάι στον τάφο νεκρό και ο Μίκης συγκλονισμένος το άφησε πάνω στο μνήμα.

Εστειλε μήνυμα

με τα δώρα του

Μ’ αυτά και μ’ εκείνα, οι δύο άνδρες αποχαιρετίστηκαν σε θερμό κλίμα. Και ο Μίκης δεν έδωσε μόνο στον Ξυδάκη ένα CD σε φάκελο, και όχι βέβαια σε εμπορική συσκευασία, με τους κύκλους τραγουδιών «Διόνυσος», «Τα πικροσάββατα» και «Ασίκικο Πουλάκη», όπως έγινε γνωστό επισήμως, αλλά κι ένα κείμενο με τις σκέψεις του για τον ρόλο του έργου του «Διόνυσος» (από όπου και ο στίχος του τίτλου) στην εποχή μας.

Αυτό με ανησύχησε. Γιατί, δηλαδή, κατά τον Μίκη είναι τόσο επίκαιρο σήμερα ένα «μουσικό θρησκευτικό δράμα» του 1985…