«Ενα ακόμα δίμηνο διαπραγματεύσεων ανάμεσα στην κυβέρνηση και στους εταίρους είναι πάρα πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα». Αυτή ακριβώς τη φράση χρησιμοποίησε κορυφαίος τραπεζίτης λίγο μετά την παρουσίαση της έκθεσης του Διοικητή της ΤτΕ Γιάννη Στουρνάρα για να δείξει πόσο έχουν στενέψει τα περιθώρια.

Οι τράπεζες αλλά και οι ίδιος ο διοικητής ζητούν από την κυβέρνηση να πατήσει «γκάζι» στις διαπραγματεύσεις, ώστε να οδηγηθεί άμεσα σε μια λύση που θα «ξεκλειδώσει» την οικονομία. Το μήνυμα του επικεφαλής της ΕΚΤ ήταν σαφές: θα κάνουμε ξανά αποδεκτά τα ελληνικά ομόλογα μόλις ολοκληρωθεί η αξιολόγηση. Ο Μάριο Ντράγκι δηλαδή ασκεί εκ νέου πιέσεις στην κυβέρνηση για να κλείσει τα ανοικτά μέτωπα, προκειμένου να ανοίξει ξανά τους κρουνούς της ρευστότητας.

Με δεδομένο ότι η υπαγωγή στον ELA κοστίζει στις τράπεζες περίπου 900 εκατ. ευρώ τον χρόνο λόγω του αυξημένου επιτοκίου, η επιστροφή στην «αγκαλιά» της ΕΚΤ είναι βασικό ζητούμενο. Παράλληλα, περιμένουν επιστροφές καταθέσεων οι οποίες μπορούν να φτάσουν ακόμα και τα 10 δισ. ευρώ στο επόμενο τρίμηνο, ενώ αν αποκλιμακωθούν οι πιέσεις δεν αποκλείουν την εκ νέου έκδοση ομολόγων με σκοπό τη ρευστότητα.

Δεν είναι όμως μόνο αυτό. Με τα κόκκινα δάνεια να ξεπερνούν το 34% του συνολικού τους χαρτοφυλακίου, οι τράπεζες είναι εγκλωβισμένες σε έναν φαύλο κύκλο διαχείρισης επισφαλειών. Η νομοθετική ρύθμιση για τη ρύθμιση των οφειλών είναι μια εξέλιξη που μπορεί να κόψει τον γόρδιο δεσμό. Και παράλληλα να δώσει τέλος στη λογική του «δεν πληρώνω τώρα, περιμένω τη ρύθμιση» που έχουν υιοθετήσει χιλιάδες δανειολήπτες τους τελευταίους μήνες.

Ακόμα όμως και το θέμα των 100 δόσεων επηρεάζει –έμμεσα μεν, σημαντικά δε –τις τράπεζες. Γιατί γνωρίζουν ότι μόλις προχωρήσει η ρύθμιση οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις αλλά και οι ελεύθεροι επαγγελματίες θα πάρουν οικονομική «ανάσα», θα έχουν σαφώς μικρότερες υποχρεώσεις προς το Δημόσιο και τα ασφαλιστικά ταμεία. Και έτσι θα μπορέσουν να διευθετήσουν και τη σχέση τους με την τράπεζα, είτε ρυθμίζοντας παλιά δάνεια είτε ζητώντας νέα χρηματοδότηση.