ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΜΑΝΩΛΗΣ ΠΙΜΠΛΗΣ
Oσο και αν θεωρούσε φίλο του και εκτιμούσε ως συγγραφέα τον Κώστα Ταχτσή, ο Μένης Κουμανταρέας διατηρούσε μια βαθιά επιφύλαξη για την απερίφραστη παραδοχή και πριμοδότηση της ομοφυλοφιλίας, από την πλευρά του δημιουργού του «Τρίτου στεφανιού», σε ορισμένα τουλάχιστον διηγήματά του.
Μπορεί να μη συμμεριζόταν την άποψη της Ελλης Αλεξίου ότι ο Κώστας Ταχτσής χρειάζεται για την εμμονή του αυτή ψυχίατρο, πίστευε όμως πως ζημιωνόταν ανεπανόρθωτα το αισθητικό αποτέλεσμα στα επίμαχα διηγήματα.
Ο ίδιος ο Κουμανταρέας είχε εκνευριστεί αφάνταστα όταν, μία εβδομάδα πριν, κριτικός μεγάλης εφημερίδας με αφορμή τον «Θησαυρό του χρόνου» –το πιο αποκαλυπτικό ομολογουμένως βιβλίο του Μένη Κουμανταρέα, που έμελλε να αποτελέσει το κύκνειο άσμα του –τον είχε κατατάξει στους νεοέλληνες ομοφυλόφιλους συγγραφείς.
Μπορεί ένα μυθιστόρημα που σχεδίαζε στα μέσα της δεκαετίας του ’50 να είχε τον τίτλο «Ο ομοφυλόφιλος πελαργός» –έστω και αν δεν το έγραψε ποτέ –ή το τελευταίο του «Ο θησαυρός του χρόνου» να συνιστά ένα ξεκαθάρισμα λογαριασμών, που αγγίζει τα όρια της αυτοεξιλέωσης, ενός ομοφυλόφιλου συγγραφέα, στην πραγματικότητα όμως συμβαίνει και με αυτό ό,τι και με όλα τα προηγούμενά του μυθιστορήματα: εντάσσεται σε μια νεοελληνική τοιχογραφία που αναδύεται ανάγλυφη σε οποιαδήποτε ψηφίδα της και αν επιμείνει κανείς, οποιαδήποτε ονομασία κι αν φέρει: «Τα μηχανάκια», «Βιοτεχνία υαλικών», «Ωραίος λοχαγός», «Η μυρωδιά τους με κάνει να κλαίω», «Δυο φορές Ελληνας», «Η γυναίκα που πετάει», «Το σόου είναι των Ελλήνων».
Προκειμένου μάλιστα να τροφοδοτηθεί η έμπνευσή του, παραχωρούνταν πρόθυμα σε κάθε λογής περιπέτειες, σε βαθμό μάλιστα που τον έκανε να αισθάνεται αμελητέο τον κίνδυνο που θα μπορούσε να διατρέξει ως άνθρωπος, αφού ως δημιουργός μέσα στα γραπτά του είχε κινδυνεύσει απείρως περισσότερο. Ηταν τόση η συγγραφική του εντιμότητα, ώστε θα του ήταν αδιανόητο να του έχει στοιχίσει το γράψιμο, ενώ η ζωή του θα είχε παραμείνει ανώδυνη.
Που χωρίς μάλιστα να τα μεταβάλλει σε πρότυπα, αποκτούσαν κάτι από την αίγλη ενός μύθου, γιατί, αν και το πραγματικό τους βάθος τα προόριζε για κάτι εξαιρετικό, κατέληξαν αξιοκατάκριτα και περιφρονητέα. Ολοι του οι ήρωες που ζούνε στην κόψη του ξυραφιού «ξέρουν», ακόμη κι όταν δεν το συνειδητοποιούν, πως ο θάνατός τους είναι η αναπότρεπτη λύση. Οι συνθήκες της ζωής τους, όπως έχουν διαμορφωθεί, μεταβάλλουν σχεδόν σε μια μεταφυσική μοίρα μια σκοτεινή επίγεια επιλογή.
Είναι βέβαιο ότι το τέλος ενός μυθιστορήματός του ήταν για τον Κουμανταρέα, ενώ το ξεκινούσε, τόσο άγνωστο όσο και για τον αναγνώστη που το διαβάζει σήμερα με κομμένη την ανάσα. Με αποτέλεσμα, αν ο Κουμανταρέας με την προσωπική του ζωή έγραφε ένα ακόμη μυθιστόρημα, το «τέλος» του μυθιστορήματος αυτού, όσο σκληρό κι αν υπήρξε, ως άγνωστο που του ήταν, να ακούγεται σχεδόν αναμενόμενο.
Ο Κουμανταρέας είναι ένας πεζογράφος που χαρτογραφεί την ελληνική κοινωνία με την ίδια εμβέλεια που το κάνει ο Ανδρέας Φραγκιάς ή ο Στρατής Τσίρκας για την αντίστοιχη αιγυπτιακή. Οσο ιδιαίτεροι είναι οι ήρωές του, ο Ντικ ο Χλωμός, το Ρουμανόπουλο ή ο Βασίλης ο Σερέτης, άλλο τόσο είναι οι δημόσιοι υπάλληλοί του, οι νοικοκυρές του, οι καταστηματάρχες του ή ένας πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας.
Ο Κουμανταρέας, χωρίς να καταργεί τις διαφορές ή τις αποχρώσεις –αντίθετα, αναδεικνύοντας τες με έναν πολυπρισματικό τρόπο -, ανέβασε το περιθώριο σε μια νομιμότητα και έκανε να ηχεί ως πραγματικά έκνομη η νόμιμη εκδοχή της ζωής.
Την ελληνική κοινωνία, όσο κι αν αλλάξει στο μέλλον, η πεζογραφία του Μένη Κουμανταρέα θα την αποδίδει ως ένας αμείλικτος καθρέφτης της, ενώ οι ανταύγειες του θα μεταφέρουν τη θλίψη μιας αμαρτίας νοσταλγημένης γιατί κράτησε πολύ λίγο.







