Μετά το σοκ στον χώρο της λογοτεχνίας, σε φίλους και αναγνώστες, όλοι σήμερα αναμένουν τις πρώτες ανακοινώσεις για τα ακριβή αίτια θανάτου του Μένη Κουμανταρέα μετά τη διενέργεια της προγραμματισμένης νεκροψίας – νεκροτομής. Ο συγγραφέας βρέθηκε νεκρός με εμφανή τραύματα στο πρόσωπο το πρωί του Σαββάτου στο διαμέρισμά του επί της οδού Ζακύνθου στην Κυψέλη. Το πτώμα βρήκε η Αμεση Δράση στις 12.40 το βράδυ της Παρασκευής, ειδοποιημένη από ανθρώπους του περιβάλλοντός του, καθώς ύστερα από νυχτερινή έξοδο δεν είχε δώσει σημεία ζωής. Οι πρώτες πληροφορίες το Σάββατο ανέφεραν ότι δεν έφερε χτυπήματα από όπλο ή άλλο αιχμηρό αντικείμενο, ενώ το σπίτι του ήταν επιλεκτικά ψαγμένο, καθώς φαίνεται ότι υπήρξε αναστάτωση στον χώρο του γραφείου του. Τη συντριβή τους έχουν εκφράσει φίλοι του λογοτέχνες, όπως η Κική Δημουλά, ο Αλέξης Πανσέληνος και ο Γιώργος Συμπάρδης, ενώ δηλώσεις για την απώλεια δημοσιοποίησαν ο υπουργός Πολιτισμού Κώστας Τασούλας και ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Βαγγέλης Βενιζέλος

ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΜΑΝΩΛΗΣ ΠΙΜΠΛΗΣ

Oσο και αν θεωρούσε φίλο του και εκτιμούσε ως συγγραφέα τον Κώστα Ταχτσή, ο Μένης Κουμανταρέας διατηρούσε μια βαθιά επιφύλαξη για την απερίφραστη παραδοχή και πριμοδότηση της ομοφυλοφιλίας, από την πλευρά του δημιουργού του «Τρίτου στεφανιού», σε ορισμένα τουλάχιστον διηγήματά του.

Μπορεί να μη συμμεριζόταν την άποψη της Ελλης Αλεξίου ότι ο Κώστας Ταχτσής χρειάζεται για την εμμονή του αυτή ψυχίατρο, πίστευε όμως πως ζημιωνόταν ανεπανόρθωτα το αισθητικό αποτέλεσμα στα επίμαχα διηγήματα.

Ο ίδιος ο Κουμανταρέας είχε εκνευριστεί αφάνταστα όταν, μία εβδομάδα πριν, κριτικός μεγάλης εφημερίδας με αφορμή τον «Θησαυρό του χρόνου» –το πιο αποκαλυπτικό ομολογουμένως βιβλίο του Μένη Κουμανταρέα, που έμελλε να αποτελέσει το κύκνειο άσμα του –τον είχε κατατάξει στους νεοέλληνες ομοφυλόφιλους συγγραφείς.

Αγανακτισμένος αναρωτιόταν και ρωτούσε «πώς είναι δυνατόν να γίνονται τέτοιου είδους ατοπήματα». Γινόταν απολύτως κάθετος όταν μια ανθρώπινη –η οποιαδήποτε –«αδυναμία» ή «ιδιαιτερότητα» μπορούσε να εξελιχθεί σε μεροληψία που να συκοφαντεί εσωτερικά ένα πεζογράφημα.

Μπορεί ένα μυθιστόρημα που σχεδίαζε στα μέσα της δεκαετίας του ’50 να είχε τον τίτλο «Ο ομοφυλόφιλος πελαργός» –έστω και αν δεν το έγραψε ποτέ –ή το τελευταίο του «Ο θησαυρός του χρόνου» να συνιστά ένα ξεκαθάρισμα λογαριασμών, που αγγίζει τα όρια της αυτοεξιλέωσης, ενός ομοφυλόφιλου συγγραφέα, στην πραγματικότητα όμως συμβαίνει και με αυτό ό,τι και με όλα τα προηγούμενά του μυθιστορήματα: εντάσσεται σε μια νεοελληνική τοιχογραφία που αναδύεται ανάγλυφη σε οποιαδήποτε ψηφίδα της και αν επιμείνει κανείς, οποιαδήποτε ονομασία κι αν φέρει: «Τα μηχανάκια», «Βιοτεχνία υαλικών», «Ωραίος λοχαγός», «Η μυρωδιά τους με κάνει να κλαίω», «Δυο φορές Ελληνας», «Η γυναίκα που πετάει», «Το σόου είναι των Ελλήνων».

Γόνος μεγαλοαστικής οικογένειας, ο Κουμανταρέας, στον βαθμό που τον ιντριγκάριζε μια προοδευτική πολιτική τοποθέτηση ή μια συμμαχία με τις μειονότητες, είτε αφορούσε τους αλλοδαπούς είτε τους ομοφυλόφιλους, με την ίδια ακριβώς έννοια δεν θα ήταν δυνατόν να μην ενδιαφερθεί ως πεζογράφος για τον αποκαλούμενο «υπόκοσμο».

Προκειμένου μάλιστα να τροφοδοτηθεί η έμπνευσή του, παραχωρούνταν πρόθυμα σε κάθε λογής περιπέτειες, σε βαθμό μάλιστα που τον έκανε να αισθάνεται αμελητέο τον κίνδυνο που θα μπορούσε να διατρέξει ως άνθρωπος, αφού ως δημιουργός μέσα στα γραπτά του είχε κινδυνεύσει απείρως περισσότερο. Ηταν τόση η συγγραφική του εντιμότητα, ώστε θα του ήταν αδιανόητο να του έχει στοιχίσει το γράψιμο, ενώ η ζωή του θα είχε παραμείνει ανώδυνη.

ΤΟΝ ΕΙΛΚΥΕ Ο ΚΙΝΔΥΝΟΣ με κάθε έννοια, γιατί αισθανόταν πως ήταν το μοναδικό αίσθημα που μπορούσε να καταγγείλει τη σύμβαση της καθημερινότητας και, προπαντός, τον αστικό καθωσπρεπισμό, τον υπόλογο για τον ίδιο τον Κουμανταρέα ακόμη και για εγκλήματα, ενώ ως αγγελικά εξήρε πρόσωπα περιθωριακά.

Που χωρίς μάλιστα να τα μεταβάλλει σε πρότυπα, αποκτούσαν κάτι από την αίγλη ενός μύθου, γιατί, αν και το πραγματικό τους βάθος τα προόριζε για κάτι εξαιρετικό, κατέληξαν αξιοκατάκριτα και περιφρονητέα. Ολοι του οι ήρωες που ζούνε στην κόψη του ξυραφιού «ξέρουν», ακόμη κι όταν δεν το συνειδητοποιούν, πως ο θάνατός τους είναι η αναπότρεπτη λύση. Οι συνθήκες της ζωής τους, όπως έχουν διαμορφωθεί, μεταβάλλουν σχεδόν σε μια μεταφυσική μοίρα μια σκοτεινή επίγεια επιλογή.

Ο Κουμανταρέας, όσο και αν τους «γνώριζε», ανακάλυπτε τους χαρακτήρες των ηρώων του ενώ τους σχεδίαζε, ήταν τελικά οι ίδιοι που τον καθοδηγούσαν. Σε αναγνώριση μάλιστα της υπόστασης που τους έδινε, ενώ οι ίδιοι υπήρχαν, να είναι ο Κουμανταρέας που τους είχε ανασύρει από την ανυπαρξία, του ανταπέδιδαν την ευγνωμοσύνη τους με το να μεταβάλλονται σε πλάσματα, αν και καθημερινά, μαγικά.

Είναι βέβαιο ότι το τέλος ενός μυθιστορήματός του ήταν για τον Κουμανταρέα, ενώ το ξεκινούσε, τόσο άγνωστο όσο και για τον αναγνώστη που το διαβάζει σήμερα με κομμένη την ανάσα. Με αποτέλεσμα, αν ο Κουμανταρέας με την προσωπική του ζωή έγραφε ένα ακόμη μυθιστόρημα, το «τέλος» του μυθιστορήματος αυτού, όσο σκληρό κι αν υπήρξε, ως άγνωστο που του ήταν, να ακούγεται σχεδόν αναμενόμενο.

Υπάρχει το ενδεχόμενο, με όσα ήδη έχουμε πει, να σκεφτεί κανείς πως ο Κουμανταρέας είναι ένας συγγραφέας προορισμένος να διαβάζεται από άτομα με ιδιαίτερα ενδιαφέροντα. Θα πρόκειται για μια τεράστια παρεξήγηση αν συμβεί κάτι τέτοιο.

Ο Κουμανταρέας είναι ένας πεζογράφος που χαρτογραφεί την ελληνική κοινωνία με την ίδια εμβέλεια που το κάνει ο Ανδρέας Φραγκιάς ή ο Στρατής Τσίρκας για την αντίστοιχη αιγυπτιακή. Οσο ιδιαίτεροι είναι οι ήρωές του, ο Ντικ ο Χλωμός, το Ρουμανόπουλο ή ο Βασίλης ο Σερέτης, άλλο τόσο είναι οι δημόσιοι υπάλληλοί του, οι νοικοκυρές του, οι καταστηματάρχες του ή ένας πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας.

Ο Κουμανταρέας, χωρίς να καταργεί τις διαφορές ή τις αποχρώσεις –αντίθετα, αναδεικνύοντας τες με έναν πολυπρισματικό τρόπο -, ανέβασε το περιθώριο σε μια νομιμότητα και έκανε να ηχεί ως πραγματικά έκνομη η νόμιμη εκδοχή της ζωής.

Την ελληνική κοινωνία, όσο κι αν αλλάξει στο μέλλον, η πεζογραφία του Μένη Κουμανταρέα θα την αποδίδει ως ένας αμείλικτος καθρέφτης της, ενώ οι ανταύγειες του θα μεταφέρουν τη θλίψη μιας αμαρτίας νοσταλγημένης γιατί κράτησε πολύ λίγο.