Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια χώρα. Μια χώρα όπου πρώτη είδηση επί ημέρες στα δελτία ήταν ένα περίπτερο που το κατάπιε η οδός Πανεπιστημίου. Ή μια κυρία που χαστούκισε μια άλλη κυρία στην παρουσίαση των απομνημονευμάτων της. Ή ένας εισαγγελέας που είχε ερωτευτεί παράφορα μια τρανσέξουαλ.

Μια φορά κι ένα καιρό ήταν μια χώρα που είχε δικαίωμα στην ελαφρότητα. Είχε την πολυτέλεια να βυθίζεται στο ασήμαντο. Ο πρωθυπουργός της δεν εξαναγκαζόταν σε οδυνηρούς συμβιβασμούς. Μπορούσε, ας πούμε, να ζητάει –στο χαλαρό, κρατώντας ένα φλιτζάνι καφέ στο χέρι –από τον βρετανό ομόλογό του ως προεκλογική διευκόλυνση την επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα.

Τώρα αυτή η χώρα του 2003 –οπότε ο Σημίτης είχε επιχειρήσει την τελευταία πολιτική διεκδίκηση των Γλυπτών έναντι του Μπλερ –δεν υπάρχει. Τώρα δεν σε παίρνει να σαχαλαμαρίσεις. Να αφεθείς, ας πούμε, και να απολαύσεις χωρίς ενοχές την παράσταση «Η Ωραία και τα Μάρμαρα». Να διασκεδάσεις με τον τίτλο «κορυφαίοι δικηγόροι συνοδεύουν την Αλαμουντίν» –σαν να ήταν αυτή, με πτυχίο από την Οξφόρδη και προϋπηρεσία στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, κάποια γραμματέας τους. Να γελάσεις με το δηλητήριο του γυναικείου φθόνου –«είναι ανορεξική», «αποκλείεται να είναι μόνο τριάντα έξι», «τη μύτη της την είδες;». Και να χλευάσεις την επαρχιώτικη σπουδαιοφάνεια με την οποία συμμετέχουν στην παράσταση τα media και οι πολιτικοί.

Τώρα είναι αργά για καλαμπούρια. Στην άκρη της σαχλαμάρας καραδοκεί το δράμα. Παραμονεύουν οι αγορές που «φωτογραφίζουν» μια χώρα έτοιμη να βουτήξει πάλι στην αβεβαιότητα. Που ακροβατεί πάλι, με θεωρίες συνωμοσίας και τοξικά αναθέματα, στο χείλος της υποτροπής.

Είναι αργά για γέλια. Γι’ αυτό κυριαρχούν οι καχύποπτοι. Εκείνοι που είναι έτοιμοι να καταγγείλουν ότι η Αμάλ και οι μεγαλοδικηγόροι της ήρθαν από το Λονδίνο περίπου ως εισβολείς. Να κάνουν αρπαχτή, να πάρουν τη δουλειά, να περάσουν καλά και να φύγουν. Κυριαρχούν εκείνοι που θα φωνάξουν πάλι για αποπροσανατολισμό και προκλητικές γκλαμουριές στον καιρό της φτώχειας.

Εντάξει. Δεν έχουν ολότελα άδικο. Ολα αυτά είναι –όπως θα το έλεγε και η Αλέκα Παπαρήγα –άχνη πάνω στον κουραμπιέ. Αν φυσήξεις θα φύγει. Ομως και η άχνη είναι απαραίτητη. Χωρίς αυτήν ο κουραμπιές είναι σκέτο μπισκότο.

Εδώ που έχουμε φτάσει έχουμε ανάγκη λίγη από αυτή τη γλυκιά σκόνη. Τη χρυσόσκονη της Αμάλ. Τη μαρμαρόσκονη του παλαιού κλέους. Την άχνη του μύθου που κάνει για λίγο βιώσιμη την πραγματικότητα.