Επί 60 συναπτά χρόνια διαδοχικές γερμανικές κυβερνήσεις επιδίωκαν τη δημιουργία μιας πιο ευρωπαϊκής Γερμανίας. Σήμερα, η Ανγκελα Μέρκελ θέλει όλες οι οικονομίες της Ευρώπης να λειτουργούν όπως η γερμανική, κάτι που δεν είναι πολιτικά συνετό και ενέχει οικονομικούς κινδύνους. Η Γερμανία δεν είναι η πιο πετυχημένη οικονομία της Ευρώπης –και είναι δυσλειτουργική.

Προφανώς, διαθέτει πλεονεκτήματα: αναγνωρισμένες παγκοσμίως επιχειρήσεις, χαμηλή ανεργία και εξαιρετική πιστοληπτική αξιολόγηση. Ομως, από την άλλη, έχει στάσιμους μισθούς, τράπεζες με προβλήματα, λιγότερες από τις αναγκαίες επενδύσεις, χαμηλή αύξηση παραγωγικότητας, δημογραφικό πρόβλημα και αναιμική ανάπτυξη. Το οικονομικό της μοντέλο, πίεση των μισθών για να ωφελούνται οι εξαγωγές, δεν είναι σωστό να αποτελεί παράδειγμα για την υπόλοιπη ευρωζώνη. Υπάρχουν και άλλα προβλήματα. Με τη Νότια Ευρώπη σε ύφεση και την οικονομία της Κίνας να παρουσιάζει χαμηλότερη ανάπτυξη, η γερμανική εξαγωγική μηχανή έχει κόψει ταχύτητα.

Οι γερμανοί πολιτικοί είναι υπερήφανοι για το μεγάλο πλεόνασμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της χώρας (197 δισ. ευρώ τον Ιούνιο 2014), θεωρώντας το ένδειξη ανταγωνιστικότητας. Γιατί όμως οι επιχειρήσεις δεν θέλουν να επενδύσουν περισσότερα στη Γερμανία;

Τα μεγάλα πλεονάσματα δείχνουν συμπτώματα προβλημάτων στις οικονομίες. Οι στάσιμοι μισθοί αυξάνουν τα πλεονάσματα των επιχειρήσεων, ενώ οι χαμηλές καταναλωτικές δαπάνες, οι δυσκολίες στον τομέα των υπηρεσιών και τα προβλήματα στο άνοιγμα νέων καινοτόμων εταιρειών προκαλούν πιέσεις στο επενδυτικό κλίμα. Τα πλεονάσματα που προκύπτουν έτσι συχνά καταλήγουν στο εξωτερικό. Το ινστιτούτο DIW, με έδρα το Βερολίνο, εκτιμά ότι από το 2006 έως το 2012 η αξία των ξένων συμμετοχών της Γερμανίας υποχώρησε κατά 600 δισ. ευρώ, ποσό που αναλογεί στο 22% του ΑΕΠ.

Αντί να είναι παράγων σταθερότητας στην ευρωζώνη, όπως υποστηρίζει ο Σόιμπλε, η Γερμανία προκαλεί αστάθεια. Και δεν είναι η ευρωπαϊκή «αναπτυξιακή μηχανή». Στην πραγματικότητα, η ασθενής εσωτερική της ζήτηση έχει πλήξει την ανάπτυξη αλλού. Ετσι γίνεται πιο δύσκολο για γερμανούς τραπεζίτες και φορολογουμένους να πάρουν πίσω τα δάνεια που έχουν χορηγήσει στη Νότια Ευρώπη.

Αν αναλογιστούμε πόσο κακό ήταν για τη γερμανική οικονομία το πάγωμα των μισθών, θα κατανοήσουμε γιατί η επιβολή περικοπών στην υπόλοιπη ευρωζώνη θα είναι καταστροφική. Για τις οικονομίες της Νότιας Ευρώπης, οι εξαγωγές των οποίων έχουν δεχτεί πλήγμα από τον ανταγωνισμό της Κίνας και της Τουρκίας, η λύση είναι να επενδύσουν στην κατασκευή νέων και καλύτερων προϊόντων.

Η οικονομία της Γερμανίας χρειάζεται αναμόρφωση. Οσοι χαράσσουν πολιτική πρέπει να επικεντρωθούν στην αύξηση της παραγωγικότητας, όχι της «ανταγωνιστικότητας», με τους εργαζομένους να πληρώνονται όσο πρέπει για τη δουλειά τους. Η κυβέρνηση πρέπει να εκμεταλλευτεί τα σχεδόν μηδενικά επιτόκια για να επενδύσει, παροτρύνοντας τις επιχειρήσεις να κάνουν το ίδιο. Τέλος, η Γερμανία χρειάζεται να καλωσορίσει περισσότερους δυναμικούς νέους μετανάστες για να αντιμετωπίσει το δημογραφικό πρόβλημα.

Αυτό θα ήταν ένα καλύτερο οικονομικό μοντέλο για τη χώρα. Και θα έδινε το σωστό παράδειγμα για την υπόλοιπη Ευρώπη.

Ο Φιλίπ Λεγκρέν είναι επισκέπτης καθηγητής στο Ευρωπαϊκό Ινστιτούτο της London School of Economics, πρώην οικονομικός σύμβουλος του προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής