Το φάντασμα της άνοιας αιωρείται πάνω από τον πλανήτη εξαιτίας του μεγάλου κοινωνικού και οικονομικού φορτίου, το οποίο επισωρεύει στις σύγχρονες κοινωνίες. Συγκεκριμένα, με βάση υπολογισμούς της Alzheimer’s Disease International, περίπου 40 εκατομμύρια άνθρωποι ζουν με άνοια παγκοσμίως, αριθμός που εκτιμάται ότι θα ανέλθει σε 65,7 εκατομμύρια ώς το 2030 και σε 115,4 εκατομμύρια ώς το 2050. Κατ’ αναλογία, στη χώρα μας εκτιμάται ότι σήμερα υπάρχουν 200.000 ασθενείς με άνοια (και ακόμη 50.000 που δεν έχουν καταγραφεί), ενώ μέχρι το 2050 ο αριθμός τους αναμένεται να υπερβεί τους 600.000.

Η άνοια ως νόσημα με σοβαρό φορτίο νοσηρότητας αποτελεί μείζον πρόβλημα για τα οικονομικά της υγείας και της κοινωνικής ασφάλισης και ακόμη για τα οικονομικά και την ποιότητα ζωής των νοικοκυριών και κατ’ επέκταση την εθνική οικονομία, ενώ απειλεί την αξιοπιστία του κράτους πρόνοιας και θέτει σε δοκιμασία τις αξίες της διαγενεακής αλληλεγγύης.

Εχει επισημανθεί ότι εξαιτίας της γήρανσης του πληθυσμού και της απουσίας πολιτικών προληπτικής και θεραπευτικής αντιμετώπισης, η συχνότητα της άνοιας αυξάνεται προοδευτικά. Οι επιστημονικές προβλέψεις αναφέρουν ότι στις επόμενες δεκαετίες το κόστος αυτό αναμένεται να πολλαπλασιασθεί. Σε οικονομικούς όρους και σύμφωνα με αδρούς υπολογισμούς, το κόστος της άνοιας παγκοσμίως το 2010 ανέρχεται σε 600 δισεκατομμύρια δολάρια, δαπάνη η οποία αντιστοιχεί περίπου στο 1% του παγκόσμιου ΑΕΠ. Αντίστοιχα, στη χώρα μας το κόστος ανέρχεται σε 3 δισεκατομμύρια ευρώ και αναμένεται να ανέλθει στην επόμενη δεκαετία σε 6 δισεκατομμύρια ευρώ, μεγέθη τα οποία βαρύνουν πρωτίστως τα νοικοκυριά.

Το φαινόμενο αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η εμφάνιση της άνοιας συνεπάγεται υψηλή δαπάνη για τον ασθενή, την οικογένειά και το κράτος. Οι οικονομικές αυτές συνέπειες αποτελούν το άμεσο ιατρικό κόστος (δαπάνες παρακολούθησης, ιατρικών επισκέψεων, διαγνωστικών εξετάσεων, φαρμακευτικής περίθαλψης και νοσηλείας στο νοσοκομείο ή σε μονάδα μακροχρόνιας νοσηλείας ή νοσηλεία κατ’ οίκον). Ακόμη, στο άμεσο κόστος συμπεριλαμβάνονται οι δαπάνες αντιμετώπισης των επιπλοκών της νόσου και των καταστάσεων συν-νοσηρότητας.

Επιπροσθέτως, η νόσος προκαλεί υψηλό έμμεσο κόστος ως συνέπεια της απωλεσθείσας κοινωνικής παραγωγής εξαιτίας της προοδευτικής ανικανότητας του ασθενούς και κυρίως της συνεχώς αυξανόμενης ανάγκης για φροντίδα και υποστήριξη από το συγγενικό και φιλικό περιβάλλον. Στην εκτίμηση του έμμεσου κόστους συμπεριλαμβάνονται, επίσης, οι απώλειες παραγωγικότητας του ασθενούς αλλά και των οικείων φροντιστών υπό τη μορφή απουσίας από την εργασία τους. Αξίζει να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με τη διεθνή βιβλιογραφία, το έμμεσο κόστος της νόσου εμφανίζεται πολλαπλάσιο με σχέση 3:1 του άμεσου κόστους, καθώς αναδεικνύει τις οικονομικές επιπτώσεις της νόσου στην εθνική οικονομία.

Η διεθνής κοινότητα επιχειρεί προσφάτως (Σύνοδος G8, Δεκέμβριος 2013) τη δέσμευση για συνέχιση και διεύρυνση των προσπαθειών καταπολέμησης της άνοιας σε όλες τις χώρες, οι οποίες καλούνται να αναλάβουν πρωτοβουλίες σε αυτή την κατεύθυνση, κυρίως υπό το πρίσμα του υψηλού φορτίου νοσηρότητας και του οικονομικού βάρους της άνοιας. Ομως, σύμφωνα με εκτιμήσεις, οι επενδύσεις για την έρευνα, την πρόληψη και τη φροντίδα στην άνοια είναι χαμηλές σε αντίθεση με το κόστος της νόσου, το οποίο είναι εξαιρετικά υψηλό. Για τον λόγο αυτόν η αύξηση της εθνικής χρηματοδότησης για την άνοια στο επίπεδο του 1% του εθνικού κόστους για κάθε χώρα μέσα στην επόμενη δεκαετία είναι επιβεβλημένη.

Πρόκειται για ένα στοίχημα της παγκόσμιας κοινότητας το οποίο πρέπει να κερδηθεί πρωτίστως για λόγους κοινωνικούς και αξιακούς.

Ο Γιάννης Κυριόπουλος είναι καθηγητής Οικονομικών της Υγείας, ΕΣΔΥ