Τι είναι Επίδαυρος; Μην είν’ οι κάμποι; Μην είναι τ’ άσπαρτα ψηλά βουνά; Μην είναι ο ήλιος της που χρυσολάμπει; Μην είναι τ’ άστρα της τα φωτεινά; Ε, λοιπόν, όλα Επίδαυρος! Κι αυτά κι εκείνα, και κάτι που ‘χουμε μες στην καρδιά…

Ας μας επιτρέψει ο Ιωάννης Πολέμης να μεταποιήσουμε το ποίημά του, που φέτος, περισσότερο από ποτέ, έρχεται γάντι στα Επιδαύρια. Κι αυτά κι εκείνα… Περισσότερα από εκείνα και λιγότερα, πολύ λιγότερα, από αυτά φέτος.

Το Ελληνικό Φεστιβάλ έκανε το άνοιγμά του. Και έβαλε πρώτη φορά πολλά από τα εκείνα στο αρχαίο θέατρο: έναν 26χρονο, τον νεότερο που έχει σκηνοθετήσει στη θυμέλη, νεότερους ή έστω λιγότερο αναγνωρισμένους σκηνοθέτες σε εγχειρήματα που άγγιζαν –αν δεν τα περνούσαν –τα όρια του πειραματισμού, λιγότερο γνωστούς ηθοποιούς, παραστάσεις λιτότητας…

Από την άλλη πλευρά, ήταν ελάχιστα τα επί τα αυτά: οι αναγνωρισμένοι σκηνοθέτες, οι λιγότερο πειραματικές και περισσότερο πιστές στο αρχαίο κείμενο παραστάσεις, οι ευρέως γνωστοί πρωταγωνιστές. Η πλάστιγγα έγειρε σαφώς υπέρ των… εκείνων. Και σαφέστατα υπέρ της αρχαίας τραγωδίας, που είχε τη μερίδα του λέοντος. Ακόμη και η μετατροπή του θουκυδίδειου λόγου για τον Πελοποννησιακό Πόλεμο στη Μικρή Επίδαυρο δεν εντασσόταν, σίγουρα, στη σφαίρα της αρχαίας κωμωδίας.

Τόλμημα; Ισως και ανάγκη. Σε καιρούς λιτότητας. Για ένα Φεστιβάλ που περιορίστηκε δραστικά στις ντόπιες δυνάμεις και σε μικρότερες παραγωγές. Που δεν είχε τη δυνατότητα –προφανώς –να επενδύσει σε φιλόδοξα όνειρα (ακόμη και η εξαιρετική «Πάπισσα Ιωάννα», εκτός Επιδαύρου, σμικρύνθηκε σε «πρόβα εν εξελίξει» και δη μόνον για το πρώτο μέρος του γοητευτικού ονείρου του Δημήτρη Μαυρίκιου).

Το στοίχημα των «μικρών» στην Επίδαυρο φάνηκε να κερδήθηκε, κόντρα στις Κασσάνδρες. Με αρκετά μεγαλύτερη από την αναμενόμενη προσέλευση κοινού. Δεν κερδήθηκε όμως το στοίχημα του καλού μείγματος. Αφήνοντας τους «νέους» (εν Επιδαύρω) να αναμετρηθούν με το δράμα των πόθων τους, φάνηκε να εξορίζεται η αρχαία κωμωδία. Που τόσα χρόνια έθρεψε θεατές στο αργολικό θέατρο. Και χειροκροτήθηκε. Και ταλαιπωρήθηκε, βεβαίως. Και εκποιήθηκε σε επιθεώρηση. Ομως δεν έπαψε να είναι λαϊκό θέαμα, που φέρνει στον μοναδικό –και τόσο γοητευτικό για τους τουρίστες –θεσμό το ευρύ κοινό.

Είναι θέμα αριθμών; Οχι. Είναι θέμα ισορροπιών. Απλά. Αν το ευρύ κοινό, που μετράει και το τελευταίο ευρώ, δεν αποζητεί την Κάθαρση της αρχαίας τραγωδίας (και δη σε πειραματική μορφή), αλλά ψηφίζει τη βαθιά σάτιρα του παππού Αριστοφάνη, όπως αποδείχθηκε περίτρανα στους πολύ καλούς κατά Γιάννη Κακλέα «Βατράχους» (που έφεραν 20.000 κόσμο), δεν μπορείς να το εκβιάσεις.

Να δώσεις ό,τι ζητάει το κοινό; Οχι. Να δώσεις εκείνο που πιστεύεις. Εχοντας όμως κατά νου ότι καμιά φορά σε δύσκολες εποχές το γέλιο μπορεί να αποβαίνει πιο λυτρωτικό από το δάκρυ ή το «δίδαγμα». Αλλωστε πώς να αποζητεί το κοινό, μαζικά, την Κάθαρση, όταν δεν θεωρεί ότι την έχει στη ζωή του. Οσο χρήσιμα κι αν είναι τα τραγικά μαθήματα, τα παθήματα και τα αντιπαθήματα που φέρνει στο κοίλον μια αρχαία κωμωδία, πάντα, όπως φαίνεται, θα παίρνουν περισσότερες ψήφους. Ισως είναι και ένα είδος εκδίκησης απέναντι σε αυτό που ζούμε.

Δεν είναι λοιπόν για την Επίδαυρο «τα ερειπωμένα αρχαία μνημεία της χρυσή στολή / που η τέχνη εφόρεσε και το καθένα / μια δόξα αθάνατη αντιλαλεί». Είναι και αυτά κι εκείνα. Σε ισορροπία όμως…