αναγνωρίσιμος. Στο πλαίσιο της κοινωνίας του θεάματος, ενσαρκώνει την κορυφαία αξία που λέγεται αναγνωρισιμότητα. Ο αναγνωρίσιμος δεν πρέπει να συγχέεται με τον γνωστό. Γνωστός γίνεται κάποιος για κάτι –ένα έργο, μια επίδοση, μια θετική ή αρνητική πράξη. Αντίθετα, ο αναγνωρίσιμος εκφράζει μια αυταξία: τον αναγνωρίζεις επειδή έτσι πρέπει, επειδή φρόντισε να καταστεί αναγνωρίσιμος. Από μια άποψη, η αναγνωρισιμότητα στηρίζεται σε μια ασυμμετρία: οι λόγοι που έχεις να τον ξέρεις είναι λιγότεροι από το γεγονός ότι πρέπει να τον ξέρεις. Ο ντόρος γύρω από το όνομά του υπερβαίνει το πραγματικό βεληνεκές του ονόματός του. Η λάμψη του στηρίζεται στην απουσία λάμψης. Η παρουσία του ακτινοβολεί την ουδέτερη κανονικότητα ενός μαζικού δημοκρατικού πολιτισμού, δεν έχει καμία σχέση με το άρωμα της ματαιόδοξης εξαιρετικότητας ενός «ωραίου Μπρούμελ», όπως το περιγράφει μοναδικά ο Μπαρμπέ ντ’ Ορβιγί.

έρευνα. «Η ανθρώπινη νοημοσύνη δοκιμάζεται βαθιά από την υπερέκθεση στη σκηνή της δημοσιότητας (ΜΜΕ, κοινωνικά δίκτυα κ.λπ.). Στη σκηνή αυτή ο άνθρωπος μετατρέπεται σε πρωταγωνιστή του εαυτού του. Να σηκώνεις αυτό το φορτίο επί καθημερινής βάσεως δεν είναι απλή υπόθεση. Ο ηθοποιός, στην κλασική θεατρική σκηνή, αφενός δεν είναι συνεχώς στην πρίζα, αφετέρου διαθέτει το καταφύγιο του ρόλου που λειτουργεί ως προστατευτικό φίλτρο απέναντι στην υπερέκθεση. […] Κανείς δεν είναι φτιαγμένος για να αντιδρά μονίμως. Ο σύγχρονος κόσμος αποθεώνει την υπεραντίδραση ως υποκατάστατο της συνεχούς δράσης. Στην πραγματικότητα πρόκειται για αποχαλίνωση της σπασμωδικότητας. Αντίθετα, τα κύτταρα της αθέατης δράσης που είναι η σιωπή και το αίνιγμα ευτελίζονται ως συνώνυμα της απάθειας» (Νίκολας Τέιλορ, πολιτικός επιστήμονας).

καθημερινότητα. Εννοείται των πολιτών. Μεταφυσική έννοια στο πλαίσιο του ελληνικού πολιτικού λεξιλογίου. Την ανακαλύπτουν οι κυβερνώντες όταν η μηχανή αρχίζει να παρουσιάζει σημάδια κόπωσης. Ως γνωστόν, η δημόσια ζωή στην Ελλάδα στηρίχθηκε στην τεχνητή υπερπολιτικοποίηση των πάντων –από την εποχή των προστάτιδων δυνάμεων και των αντίστοιχων τριών κομμάτων (Αγγλικό, Γαλλικό, Ρωσικό) ώς την ένδοξη Μεταπολίτευση. Εναρκτήρια χειρονομία της όλης ιστορίας μπορεί να θεωρηθεί η δολοφονία του Καποδίστρια. Το στοίχημα της διοίκησης χάθηκε από τότε και ο τόπος παραδόθηκε στους μεγάλους πολιτικούς. Ηταν ο αναγκαίος όρος για τη θεμελίωση και τη διαιώνιση του πελατειακού κράτους, τη ζωή του οποίου όρισαν δύο θρυλικές γυναικείες φιγούρες: η Μιχαλού (στην οποία χρωστούσαμε από τα γεννοφάσκια μας) και η Μυλωνού (η οποία έμαθε να βάζει τον άνδρα της με τους πραματευτάδες). Πρόκειται για το αθάνατο δίδυμο της νεοελληνικής δηθενιάς. Αυτό που ενέπνευσε, συν τοις άλλοις, τις μεγάλες σελίδες ενός Ροΐδη και ενός Παπαδιαμάντη και έχτισε την ένδοξη παράδοση της ελληνικής γελοιογραφίας. Υπό αυτή την έννοια η καθημερινότητα πρέπει να εκληφθεί σαν κάτι το παρακατιανό με το οποίο καταδέχονται να ασχοληθούν σε κάποιες φάσεις της ζωής του έθνους οι υψιπετείς έλληνες πολιτικοί. Τη σήμερον ημέρα, όμως, η επίκληση της καθημερινότητας ταυτίζεται και με την εισαγωγή στην περίφημη κανονικότητα, η οποία πρόκειται να εγκαινιαστεί λίαν συντόμως, αφού τερματίζονται οι υποχρεώσεις που είχαμε επωμιστεί ως προεδρεύοντες της Ευρωπαϊκής Ενωσης (βλ. λήμμα «Προσοχή»).

παράπονο. «Διατί να μην έχομεν και ημείς έναν Γεώργιον Ουάσιγκτον ή έναν Μπολίβαρ;» Το παράπονο, που εκφράζει καημό και βαθιά αγωνία σε μια κρίσιμη καμπή της Ελληνικής Επανάστασης, διατυπώνεται σε μια εφημερίδα της Υδρας. Η στρατιωτική τύχη του Αγώνα κρέμεται σε μια κλωστή. Τηρουμένων των αναλογιών, ο τόνος παραπέμπει σ’ αυτό που ακούμε στις ημέρες μας από τα χείλη αγωνιώντων πιστών της Κεντροαριστεράς: «Διατί να μην έχομεν και ημείς έναν Ματέο Ρέντσι;».

προσοχή. Η επικείμενη βασιλεία της κανονικότητας δεν πρέπει να παρασύρει δύο από τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της χώρας που ορίζουν τη μοναδικότητά της: εκλογές και Πανελλαδικές Εξετάσεις. Η στήλη αισθάνεται την ανάγκη να το επισημάνει αυτό επειδή ακούγονται διάφορα ανησυχητικά πράγματα, όπως ότι στο πλαίσιο της προσεχούς αναθεώρησης του Συντάγματος θα προωθηθεί η συνταγματική κατοχύρωση της υποχρεωτικής τετραετούς θητείας της Βουλής ή ότι θα καταργηθούν οι Πανελλαδικές επειδή συνέβη το τραγικό περιστατικό της αυτοκτονίας ενός μαθητή στα Γιαννιτσά. Πάντα θα υπάρχουν λόγοι για όλα. Αν ήταν, όμως, να απεμπολούμε τόσο εύκολα τα ιερά και τα όσια της πολιτικής και πνευματικής μας κληρονομιάς, όπως να μπορούμε να κάνουμε εκλογές κάθε τρεις μήνες ή να μπαίνουμε στο πανεπιστήμιο με γενικό βαθμό -2, τότε θα ήμασταν άξιοι της τύχης μας.