Συνέβαιναν «παλαιά». Και θα ήταν ένδειξη προόδου όλα αυτά πράγματι να είναι παλαιά. Δηλαδή πόσο παλαιά; Με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, οι κομματάρχες και τα ρουσφέτια, τα «παλαιά προεκλογικά», επιβίωναν και στη δεκαετία του 1950. Γιατί τα μετεκλογικά, με τα «δικά μας παιδιά», φοβάμαι ότι επιβιώνουν ακόμα!

Παλιά, βουλευτές εκλέγονταν αυτοί που ήταν από τζάκι και, επομένως, ήταν περισσότερο δυνατοί για να διορίσουν περισσοτέρους. Τα προεκλογικά και πολιτικά γραφεία ήταν κέντρα διερχομένων και αιτημάτων για διορισμούς.

Η εκλογή βουλευτή ήταν απολύτως συναρτημένη, εκτός από τη μόνιμη εκλογική πελατεία και τον χειρισμό της, με τον εκλογικό μηχανισμό που στηνόταν κάθε φορά· ο οποίος δεν οργάνωνε μόνο τα ρουσφέτια αλλά και ασκούσε κάποια μορφή δοτής αλλά εν πολλοίς βίαιης εξουσίας. Στην επαρχία, δηλαδή στα 4/5 της ελληνικής επικράτειας, προτού γίνουν τα τερατώδη οικιστικά συγκροτήματα της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης, κεντρικό πρόσωπο του εκλογικού «αγώνα» ήταν ο κομματάρχης. Ενας τύπος μπράβου που διαφέντευε μια περιοχή, υποσχόμενος και απειλώντας –κάτι σαν φόβητρο για τους ψηφοφόρους του αντιπάλου.

Ο κομματάρχης κατά την προεκλογική περίοδο αισθανόταν άρχοντας. Κυκλοφορούσε επιδεικτικά με συνοδεία μπράβων, κουμπουροφόρων και μαγκουροφόρων, όπως και ο ίδιος. Κυρίως κατά τη δεκαετία του 1940 και στις αρχές της δεκαετίας του 1950 ήταν δύσκολο να διακρίνεις τον κομματάρχη από τον ταγματασφαλίτη και τον χίτη –αν υπήρχε λόγος να τον διακρίνεις. Ολο αυτό το προεκλογικό σχήμα δεν ξέρω αν χρειάζεται να πω ότι ήταν δεξιό! Ο κομματάρχης ήταν αυτός που μοίραζε διορισμούς για λογαριασμό του υποψήφιου βουλευτή· αυτός θα πλήρωνε τα τσίπουρα –κέρασμα του υποψήφιου βουλευτή. Στα δύσκολα, θα μοίραζε τα κατοστάρικα και το σταυρωμένο ψηφοδέλτιο. Ηταν το κεντρικό πρόσωπο της συναλλαγής, της εξαγοράς ψήφων, της διαπλοκής –της φαυλότητας.

Ηταν ο κομματάρχης που έφτιαχνε τον κατάλογο με τα ονόματα των ψηφοφόρων του αντιπάλου. Με πρώτο σκοπό να προσπαθήσει να μεταπείσει –συνήθως με εκβιασμό, τότε μέσω των κοινωνικών φρονημάτων –κάποιους από αυτούς.

Στις παλαιές προεκλογικές περιόδους είχαμε και θύματα· νεκρούς, τραυματίες. Ιδιαίτερα στα μικρά μέρη μπλέκονταν οι οικογενειακές διαφορές, οι γνωστές βεντέτες, με τις κτηματικές· και ενόψει της έξαψης των κομματικών παθών κατά τις περιόδους αυτές, ήταν πολύ πιο εύκολο το φονικό.

Οι ψηφοφόροι μοιράζονταν επίσης σε κομματικά καφενεία. Αν υπήρχαν στον τόπο πολλά καφενεία, τα δύο μεγαλύτερα και κεντρικότερα ανήκαν το ένα στους οπαδούς τού ενός από τα δύο μεγαλύτερα κόμματα και το άλλο στους οπαδούς του άλλου. Δεν υπήρχε όμως καφενείο ούτε δυνατότητα μάζωξης για τους οπαδούς αριστερού κόμματος. Κυρίως από την Αντίσταση και μετά· άλλωστε μετά τον Εμφύλιο, στις εκλογές εννοώ, το ΚΚΕ είχε τεθεί στην παρανομία.

Ηταν απλώς όψεις όσων γίνονταν παλαιότερα κατά τις προεκλογικές περιόδους. Πολλά από αυτά, η απολυτότητα των διαιρέσεων κυρίως, έχουν την αφετηρία τους σε ακόμη πιο παλιές εποχές: βενιζελικοί, βασιλικοί!

Η εξάρτηση του οικονομικά και κοινωνικά αδύναμου πολίτη κατεξοχήν στα μικρά μέρη ήταν απόλυτη. Και καθώς οι καιροί είχαν πολλές αναταράξεις, η Δεξιά αλώνιζε. Φαίνεται πως όλα αυτά έχουν τελειώσει –ο φόβος του κομματάρχη και του χωροφύλακα, του αφανούς κομματάρχη, έχει τελειώσει.

Αφησα για το τέλος ένα πολύ μακρινό ζήτημα. Ο πιο φαύλος, λέει, ο πιο τραμπούκος στις εκλογές υπήρξε ο Ιωάννης Κωλέττης! Πρόκειται για χονδροειδέστατο μύθο. Δεν υπάρχει ούτε ένα τεκμήριο σχετικό, μια σχετική μαρτυρία. Αλλωστε, ο Κωλέττης και το κόμμα του δεν έλαβαν μέρος σε εκλογές παρά μία φορά, το 1844, στις πρώτες κοινοβουλευτικές εκλογές· εκλέχθηκε πρωθυπουργός, αλλά το 1847, προτού γίνουν άλλες εκλογές, πέθανε. Η ιστορική επιστήμη δεν έχει μπορέσει να εξηγήσει πώς δημιουργήθηκε ο μύθος.

Ο Βασίλης Κρεμμυδάς είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.