Η εποχή μας, σύμφωνα με τα οικονομικά δεδομένα ολόκληρου του πλανήτη, έχει περιορισμένες προσδοκίες και μεγάλη αβεβαιότητα. Οι ρυθμοί της ανάπτυξης είναι χαμηλοί και επιβραδυντικοί και η φτώχεια γιγαντώνεται. Οπως αναφέρει ο Ντανιέλ Κοέν («Homo Economicus», Πόλις, 2013), τα αριθμητικά δεδομένα είναι εντυπωσιακά για τις αναδυόμενες οικονομίες (Ινδία, Κίνα κ.ά.). Κατ’ αρχάς, ο μισός πληθυσμός της υφηλίου ζει με λιγότερα από δύο ευρώ την ημέρα. Ο μισός πληθυσμός της Ινδίας δεν γνωρίζει να διαβάζει και να γράφει. Η Κίνα, δεύτερη παγκόσμια δύναμη που ξεπέρασε την Ιαπωνία, είναι μια φτωχή υπερδύναμη, ταξινομημένη στην 100ή θέση σε ό,τι αφορά τον δείκτη ανθρώπινης ανάπτυξης των Ηνωμένων Εθνών. Ταυτόχρονα, το ένα τέταρτο των ποταμών της Γης είναι τόσο μολυσμένο ώστε να μην είναι δυνατόν να αρδευθούν γόνιμες εκτάσεις.

Πολλοί συγγραφείς, βλέποντας τα αδιέξοδα, προσπαθούν να σκεφτούν έναν διαφορετικό κόσμο, ένα άλλο μοντέλο που θα μπορούσε να αντικαταστήσει το μοντέλο της κοινωνίας της κατανάλωσης που είναι υπεύθυνη για τα περιβαλλοντικά προβλήματα και, ταυτόχρονα, πηγή μέγιστων οικονομικών καταχρήσεων και ανισοτήτων.

Ενας άλλος σημαντικός στοχαστής της εποχής μας, ο Ζορζ Κορμ, στο πρόσφατο βιβλίο του, «Le nouveau gouvernement du monde» («Η νέα παγκόσμια κυβέρνηση», La Decouverte, 2013), υποστηρίζει ότι ο παγκόσμιος ανταγωνισμός αυξάνεται, αντί μιας στρατηγικής συνεργασιών με στόχο τη συνολική πρόοδο της ανθρωπότητας. Διεθνείς οργανισμοί, όπως το World Economic Forum, επιτείνουν το πρόβλημα αυτό με τη δημιουργία ενός δείκτη ανταγωνιστικότητας, ο οποίος ταξινομεί τα κράτη σε συνάρτηση με δώδεκα κριτήρια (ποιότητα και αποτελεσματικότητα των θεσμικών επενδυτών, μακροοικονομική σταθερότητα, αποτελεσματικότητα των χρηματοοικονομικών αγορών, επίπεδο καινοτομίας, επίπεδο υποδομών κ.ά.). Ολη αυτή η κατάσταση σε παγκόσμιο επίπεδο, λέει ο Κορμ, οφείλεται στην εισαγωγή του μαθηματικού εργαλείου στην πραγματική οικονομία, με στόχο την πάση θυσία μεγιστοποίηση του κέρδους. Αλλά από το μοντέλο που καθιέρωσε αυτή η πρακτική λείπουν η συνεργασία, οι ανθρώπινες σχέσεις και μια κουλτούρα παραγωγής πολιτισμού και ηθικής συμπεριφοράς.

Με δεδομένες αυτές τις συνθήκες, πολλοί θεωρούν ότι οδεύουμε σε έναν νέο κόσμο με πρωτοφανείς αλλαγές. Η παγκοσμιοποίηση και οι συνέπειές της, η συγκέντρωση πληθυσμιακών όγκων σε τεράστιες μητροπόλεις, η υπερθέρμανση του πλανήτη, η τεχνολογία που επηρεάζει τη συμπεριφορά των ανθρώπων είναι παράγοντες που το προϋποθέτουν. Μάλιστα, σύμφωνα με την έκθεση «Global Trends 2030, Alternative World» του αμερικανικού Εθνικού Συμβουλίου Πληροφοριών, το 2030 η ανθρωπότητα, στη μεγάλη πλειονότητά της, θα έχει ξεπεράσει την ακραία φτώχεια. Σύμφωνα με την έρευνα αυτή, η μεσαία τάξη θα αντιπροσωπεύει σε παγκόσμιο επίπεδο 5 δισεκατομμύρια ανθρώπους σε σύνολο 8 δισεκατομμυρίων (σήμερα είναι 1,8 δισεκατομμύρια, το 28% του παγκόσμιου πληθυσμού). Τα 2/3 της μεσαίας τάξης θα κατοικούν στην Ασία. Οι ειδικοί μιλούν για τον νέο «Πλανήτη Ασία», μια ανεπτυγμένη πλέον ήπειρο που, αν και δεν θα έχει εκθρονίσει τη Δύση από την ηγεμονία της, θα διαδραματίζει σπουδαίο ρόλο στον νέο «πολυπολικό» κόσμο. Κίνα – Ινδία – Αφρική θα αποτελούν, ίσως, τον νέο κεντρικό άξονα του κόσμου. Η δυναμική Κίνα, η Ινδία που αναπτύσσει τις νέες τεχνολογίες και η Αφρική ως προμηθεύτρια πρώτων υλών, συνδυάζοντας τις δυνάμεις τους, μπορούν να έχουν ΑΕΠ της τάξεως του 50% το 2030, με στόχο το 60% το 2050 σε παγκόσμιο επίπεδο.

Προφανώς, δεν πρέπει να ξεχνάμε το μεγαλύτερο μέρος της ΝΑ Ασίας. Η Νότια Κορέα και η Ταϊβάν, με δραστηριότητες στην αυτοκινητοβιομηχανία και στις νέες τεχνολογίες, όπως αντιστοίχως οι οικονομίες της Βραζιλίας και του Μεξικού στην Αμερική, θα βρίσκονται μέσα στις 12 πρώτες του πλανήτη.

Σε αυτό το νέο τοπίο, το μέλλον της ευρωζώνης είναι για μας το ζωτικό ερώτημα. Κατά μία κυρίαρχη εκδοχή, η Ευρώπη πληρώνει ήδη το τίμημα της αδυναμίας της να ασκήσει ανεξάρτητη πολιτική, ευθυγραμμιζόμενη τουλάχιστον στις διεθνείς σχέσεις με τις επιλογές των ΗΠΑ. Βέβαια, η Ευρώπη, μετά το 2008, αγωνίζεται να διατηρήσει την ακεραιότητα του ευρώ και, παράλληλα, να επιλύσει πληθώρα πολύπλοκων θεσμικών θεμάτων (όπως, π.χ., το πρόβλημα της τραπεζικής ενοποίησης). Αν η ιστορία και η οικονομική ανάλυση μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως οδηγοί, όμως, ο κίνδυνος συνέχισης της κρίσης είναι πιθανός. Ιστορικά, οι κρίσεις του χρέους αντιμετωπίστηκαν με πληθωρισμό, αναδιάρθρωση των χρεών και μεταρρυθμίσεις που επέτρεψαν την επανεκκίνηση της ανάπτυξης της οικονομίας.

O Κωνσταντίνος Ζοπουνίδης είναι καθηγητής Χρηματοοικονομικής Διοίκησης στο Πολυτεχνείο Κρήτης