Επισκέψεις σε μαρτυρικά χωριά και τελετές μνήμης, συνάντηση με την εμβληματική μορφή της Αντίστασης, Μανώλη Γλέζο, φορτισμένες δηλώσεις συγγνώμης και αμήχανοι διάλογοι με τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας∙ η επίσκεψη του γερμανού προέδρου Γιόαχιμ Γκάουκ ήταν ένα ακόμη επεισόδιο στον κύκλο των επισκέψεων γερμανών αξιωματούχων στην Ελλάδα των Μνημονίων. Είχαν προηγηθεί η επίσκεψη Μέρκελ τον Οκτώβριο του 2012 και η επίσκεψη Σόιμπλε τον Ιούνιο του 2013. Αν στις επισκέψεις αυτές κυριάρχησε το πρόταγμα της «αντίστασης» στον «γερμανό εχθρό», η «συγκίνηση» αποτέλεσε τη λέξη-κλειδί κατά το διήμερο της επίσκεψης Γκάουκ. Στην τελετή μνήμης στο χωριό Λιγκιάδες, κάμερες και φωτογράφοι εστίασαν στο πρόσωπο του γερμανού προέδρου προσπαθώντας να αποτυπώσουν τη συγκίνησή του, ενώ οι τηλεσχολιαστές υποστήριζαν πως αυτή απείχε ελάχιστα από το να μετατραπεί σε δάκρυ. Με βάση τις προσδοκίες του τηλεοπτικού έθνους, εξάλλου, αυτό όφειλε να κάνει. Τα τηλεοπτικά πλάνα, που αιχμαλώτιζαν τη συγκίνηση του ξένου αξιωματούχου, όπως και η γερμανική «συγγνώμη», αποτελούσαν μια απάντηση στο εθνικό περί δικαίου αίσθημα. Θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ένα επεισόδιο στους «πολέμους της μνήμης», όπως διαδραματίζονται στην Ελλάδα της κρίσης. Και η ιστορία των ελληνογερμανικών σχέσεων αποτελεί ένα κεντρικό κομμάτι αυτού του πολέμου.

Το βασικό ζήτημα που κυριάρχησε στη θεματολογία της επίσκεψης, όπως αναδείχθηκε από τα κόμματα και τα ΜΜΕ, ήταν αυτό των γερμανικών πολεμικών αποζημιώσεων και του κατοχικού δανείου ή, για να το πούμε διαφορετικά, αυτά που «οφείλει» η Γερμανία στην Ελλάδα. Εκτός από το ιστορικό, νομικό και ηθικό υπόβαθρο του αιτήματος, ενδιαφέρον έχει η λειτουργία του στον δημόσιο λόγο. Το αίτημα για την καταβολή των οφειλομένων φαίνεται να υπερβαίνει τη διάκριση Αριστεράς – Δεξιάς, αλλά και εκείνη μνημονιακών – αντιμνημονιακών και αποτελεί σημείο εθνικής συναίνεσης. Προβάλλεται και υποστηρίζεται από το σύνολο των πολιτικών δυνάμεων με ποικίλες αποχρώσεις και ιδεολογικά πρόσημα. Στο facebook, εξάλλου, λειτουργεί η ομάδα «Δίστομο – Διεκδίκηση Γερμανικών Αποζημιώσεων», η οποία ιδρύθηκε το 2011. Ωστόσο, το αίτημα που προβάλλεται σήμερα ως αυτονόητο είχε περιπέσει για χρόνια στη λήθη τόσο στο επίπεδο των πολιτικών ελίτ όσο και της κοινής γνώμης. Οσον αφορά τη στάση του επίσημου ελληνικού κράτους στη διεκδίκηση των επανορθώσεων, αυτή υπήρξε ιστορικά αμφιλεγόμενη (Χάγκεν Φλάισερ, Οι Πόλεμοι της Μνήμης, εκδ. Νεφέλη, Αθήνα 2008). Τα μάλλον πενιχρά, για την ελληνική πλευρά, αποτελέσματα προς την κατεύθυνση αυτή οφείλονται σε έναν συνδυασμό εθνικών και διεθνών παραγόντων.

Παρότι θεμελιωμένο στην ταραγμένη ιστορία του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, το αίτημα για τις γερμανικές οφειλές δεν αφορά το παρελθόν ή δεν αφορά μόνο αυτό. Οπως άλλωστε δεν απευθύνεται μόνο στο εξωτερικό, αλλά απευθύνεται και στο εσωτερικό της χώρας μας. Είναι ένα αίτημα που αφορά τον τρόπο με τον οποίο κατανοούμε τις σημερινές συνθήκες της ζωής μας και τον εθνικό εαυτό μας. Στη σχετική συζήτηση, η προσπάθεια αντιστροφής των ρόλων –η Γερμανία είναι αυτή που οφείλει, υλικά και ηθικά, στην Ελλάδα –είναι προφανής, όπως και η αναζήτηση ενός είδους δικαιοσύνης, υλικής, ηθικής και συμβολικής. Είναι ένα αίτημα που επαναφέρει στο προσκήνιο το σχήμα του θύματος και του θύτη, καθώς από την Ελλάδα-θύμα των Γερμανών στην Κατοχή περνάμε στην Ελλάδα-θύμα των Γερμανών στην περίοδο της κρίσης και της λιτότητας. Και συνοδεύεται από ένα «τι θα γινόταν αν», που άλλοτε υπονοείται και άλλοτε δηλώνεται ευθέως. Με τα λόγια μιας Καλαβρυτινής: «Αν (η Γερμανία) είχε πληρώσει αυτά που οφείλει, η χώρα μας δεν θα είχε το χρέος που έχει τώρα» (ΤΑ ΝΕΑ, 10/12/2011).

Καθώς το αδιέξοδο των πολιτικών λιτότητας και της ευρωπαϊκής στρατηγικής για την αντιμετώπιση της κρίσης είναι εμφανές στην περίπτωση της Ελλάδας, 92% των Ελλήνων δήλωναν δυσαρεστημένοι από τους χειρισμούς της Γερμανίας για την κρίση στην ευρωζώνη, ενώ θεωρούσαν πως τα συμφέροντα Ελλάδας και Γερμανίας στην Ευρώπη είναι διαφορετικά (Public Issue, Απρίλιος 2013). Ετσι ιδωμένες οι γερμανικές αποζημιώσεις λειτουργούν ως μέσο επανόρθωσης σημερινών αδικιών. Και όσο το ασαφές αίτημα αποκατάστασης της αδικίας μένει να εκπληρωθεί, η γερμανική έκφραση συγκίνησης αποτελεί εθνική προσδοκία.

Η Τζένη Λιαλιούτη είναι διδάκτωρ στο Πάντειο Πανεπιστήμιο