Στις 18 Μαΐου οι Ελβετοί έχουν πάλι δημοψήφισμα. Καλούνται να αποφασίσουν αν θέλουν να θεσμοθετηθεί κατώτατος μισθός στα 4.000 ελβετικά φράγκα. (Με σημερινές τιμές, 3.274 ευρώ). Σε αυτήν την κοινωνία, την απαλλαγμένη από βιοτικές φροντίδες, απευθυνόταν την περασμένη Κυριακή από το προσωπικό του διαδικτυακό κανάλι ο Κρίστοφ Μπλόχερ –ο εκατομμυριούχος που ευθύνεται για τη μετατροπή του Ελβετικού Λαϊκού Κόμματος σε ξενοφοβικό, εθνικιστικό βραχίονα υπέρ μιας περίκλειστης πλην περήφανης Ελβετίας. Με φόντο το πορτρέτο δύο αγελάδων –του ζώου που ενσαρκώνει τις αξίες του έθνους –ο Μπλόχερ πανηγύριζε. Είχε κατορθώσει να πείσει λίγο περισσότερους από τους μισούς πολίτες να υπερψηφίσουν τους περιορισμούς στη μετανάστευση.

Θα ήταν ωραίο να λύναμε τις διαφορές μας στα αμφιθέατρα. Θα ήταν ωραίο να μην έπνιγε τη φωνή μας ο θόρυβος του χουλιγκανισμού. Θα ήταν όνειρο αν μπορούσαμε να κερδίσουμε το κοινό μιας μετα-τηλεοπτικής δημοκρατίας μόνο με ημερίδες και επιφυλλίδες.

Ομως, τέτοια δημοκρατία δεν υπάρχει. Ακόμη κι εκεί όπου οι αγελάδες είναι παχιές, ακόμη και εκεί όπου οι θεσμοί λειτουργούν σαν καλοκουρδισμένο ρολόι, μένει πάντα χώρος για τους Μπλόχερ. Η δημοκρατία ανοίγεται πάντα στο χάος μιας αρένας.

Στις λάσπες αυτής της αρένας βουλιάζουν άκλαυτα όλα τα μεγάλα σχεδιάσματα –τα «αφηγήματα» και τα «προτάγματα» –όταν δεν υπάρχει κανείς για να παλέψει. Κερδίζει εύκολα αυτός που τοκίζει την οργή της κερκίδας.

Το να ζητάς να αλλάξει η πολιτική κουλτούρα, αλλά να μην καταδέχεσαι να πολιτευθείς με τους όρους της δημοκρατίας –να μην προτίθεσαι να διεκδικήσεις σταυρό, να φοβάσαι τους μηχανισμούς, να σνομπάρεις τα τηλεπαράθυρα –είναι σαν να σιχαίνεσαι τα σκατά που ευαγγελίζεσαι ότι θα καθαρίσεις. Κι εδώ το τελευταίο που μας χρειάζεται είναι οι υποχόνδριοι.