Την τελευταία εικοσαετία σε όλες τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης υπάρχει ισχυρή τάση εισαγωγής πολιτικών ευελιξίας των εργασιακών σχέσεων. Πιστεύουν ότι έτσι προσαρμόζεται το εργατικό δυναμικό στις τεχνολογικές εξελίξεις της παραγωγής. Εκ του αποτελέσματος, ωστόσο, προκύπτει ότι η ευελιξία, η απασχολησιμότητα, η μαθητεία, οι παθητικές (προστασία των ανέργων) και οι ενεργητικές πολιτικές απασχόλησης περιορίζονται στο να αμβλύνουν την οξύτητα της ανεργίας και να διατηρήσουν τον άνεργο κοινωνικά ενεργό.

Με άλλα λόγια, οι πολιτικές ευελιξίας της εργασίας έτειναν περισσότερο προς τη δημιουργία συνθηκών εργασιακής ανασφάλειας για σημαντικό τμήμα του εργατικού δυναμικού. Το ίδιο το κράτος έγινε η ατμομηχανή της ανασφάλειας είτε ως φορέας έμπνευσης και άσκησης των εφαρμοζόμενων πολιτικών απασχόλησης είτε ως εργοδότης. Με αυτές τις πολιτικές απασχόλησης κατέρρευσαν οι προσδοκίες ευελιξίας της αγοράς εργασίας, αφού δεν ανακόπηκε η αυξητική εξέλιξη της ανεργίας. Κι αφού δεν αυξήθηκε η απασχόληση, εισήχθη η ευελιξία των μισθών με χαρακτηριστικά παραδείγματα τη μείωση του κατώτατου μισθού επί Ρίγκαν (ΗΠΑ), την εξασθένηση των συνδικάτων επί Θάτσερ (Βρετανία), την κατάργηση της τιμαριθμικής αναπροσαρμογής επί Φαμπιούς (Γαλλία), τις mini-jobs επί Σρέντερ (Γερμανία).

Οι μισθοί, επίσης, έγιναν ευέλικτοι, όπως από τις 12/02/2012 και στην Ελλάδα, ανατρέποντας σε σημαντικό βαθμό την πρωταρχική κατανομή των πόρων εις βάρος της μισθωτής εργασίας. Παράλληλα, μετατράπηκαν σε μεταβλητές ευελιξίας της απασχόλησης παρέχοντας τη θεσμοποιημένη και καταναγκαστική δυνατότητα για υψηλές αποδόσεις του επενδεδυμένου κεφαλαίου. Παράλληλα, η εμπειρική έρευνα στην Ευρώπη («Revue Alternatives Economiques», Decembre 2013) απέδειξε ότι οι χαμηλοί μισθοί, π.χ. στη Γερμανία, δεν εξηγούν το χαμηλό επίπεδο (5%) της ανεργίας. Επίσης απέδειξε ότι τα κράτη-μέλη της ΕΕ που καθυστερούν να εξέλθουν από την κρίση είναι αυτά στα οποία η αγορά εργασίας και οι μισθοί είναι περισσότερο απορρυθμισμένα και ευέλικτα.

Η παρατήρηση αυτή σημαίνει ότι μεταξύ άλλων βασικός μοχλός εξόδου από την κρίση είναι η ρύθμιση της αγοράς εργασίας και η διαμόρφωση των μισθών διαμέσου των ελεύθερων συλλογικών διαπραγματεύσεων και των συλλογικών συμβάσεων εργασίας.

Οι στρατηγικές αυτές επιλογές ευελιξίας της εργασίας και ευελιξίας των μισθών ως εκ του αποτελέσματος επιδείνωσαν τους όρους κατανομής των πόρων εντείνοντας τις ανισορροπίες και τις αντιφάσεις στην αγορά εργασίας και ούτε συνέβαλαν στην αύξηση της απασχόλησης παρά την εξαφάνιση των λεγόμενων «δυσκαμψιών» (ρυθμίσεις) της αγοράς εργασίας. Αποτέλεσμα, να καταρρεύσουν οι προσδοκίες μείωσης της ανεργίας.

Ο απολογισμός είναι τρομερός. Κυριαρχεί η απώλεια δύο εκατομμυρίων θέσεων εργασίας (εκ των οποίων το ένα εκατομμύριο στη χώρα μας) την περίοδο εφαρμογής των Μνημονίων σε Ελλάδα, Κύπρο, Ιρλανδία, Πορτογαλία (Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, 2014). Στις συνθήκες αυτές, η απορρύθμιση και η ευελιξία της αγοράς εργασίας στα κράτη – μέλη της ευρωζώνης δεν συνέβαλαν ούτε στην επίλυση των προβλημάτων της διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας. Αντίθετα, συνέβαλαν στην αύξηση των φτωχών εργαζομένων στη ζώνη του ευρώ, από 7,4% το 2006 σε 9,1% το 2012. Στην Ελλάδα, τα ποσοστά είναι πιο δραματικά: οι βίαιες μειώσεις των μισθών συνέβαλαν στην αύξηση των φτωχών εργαζομένων, από 11,9% το 2010 σε 15,1% το 2011 (Eurostat, 2012). Η διαπίστωση αυτή σημαίνει ότι στο άμεσο μέλλον η χώρα μας δεν έχει μόνο ανάγκη δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας. Εχει επίσης ανάγκη από την ποιότητα των θέσεων εργασίας προκειμένου, εκτός από την ανεργία, να αντιμετωπιστεί και η φτώχεια (Ευρωπαϊκή Επιτροπή, 2014).

Από την άποψη αυτή, αξίζει να σημειωθεί το φαινόμενο του μεταναστευτικού ρεύματος που παρατηρείται από την Ελλάδα προς τις άλλες χώρες της ΕΕ. Το ρεύμα αυτό αφορά πρόσωπα που προσφέρουν κυρίως εξειδικευμένη και ποιοτική εργασία. Το μεταναστευτικό ρεύμα αυτού του τύπου αυξήθηκε κατά 170% την περίοδο 2009-2011, ενώ το μεταναστευτικό ρεύμα πολιτών τρίτων χωρών προς την Ελλάδα, κυρίως ανειδίκευτης εργασίας, μειώθηκε κατά 14% (Ευρωπαϊκή Επιτροπή 2014).

Κατά συνέπεια, γίνεται πλέον φανερό ότι οι ασκούμενες πολιτικές της ευελιξίας της εργασίας και των μισθών δεν συνιστούν πολιτικές που δημιουργούν θέσεις εργασίας (Philippe Askenazy, 2013), δεν καταπολεμούν αποτελεσματικά την ανεργία και δεν αντιμετωπίζουν ουσιαστικά τη φτώχεια.

Ο Σάββας Γ. Ρομπόλης είναι καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, επιστημονικός διευθυντής του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ