Οι δημοσκοπήσεις δεν μου έλεγαν ποτέ πολλά πράγματα, ειδικά σε μια κοινωνία λίγο «φευγάτη» όπως η ελληνική. Αλλοι λένε ψέματα, άλλοι εκφράζουν τους ευσεβείς τους πόθους, άλλοι αρνούνται απλώς να λάβουν μέρος γιατί δεν έχουν εμπιστοσύνη σε τέτοια εργαλεία. Παρ’ όλα αυτά, κάποιες γενικές τάσεις διαφαίνονται. Είναι φανερό, για παράδειγμα, ότι το πολιτικό τοπίο αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα είναι ρευστό. Ο ΣΥΡΙΖΑ διατηρεί ένα μικρό προβάδισμα, που είναι όμως περισσότερο προϊόν της οργής των πολιτών παρά της συμφωνίας τους με τις προγραμματικές διακηρύξεις του κόμματος. Η Νέα Δημοκρατία, πάλι, επενδύει στον φόβο: φόβο της αστάθειας, φόβο της ακυβερνησίας, φόβο της χρεοκοπίας, φόβο της τρομοκρατίας. Κάπου εκεί, στη μάχη ανάμεσα στην οργή και τον φόβο, θα παιχτεί η πρώτη θέση. Και μιλάμε βέβαια για τις «πραγματικές» εκλογές, τις βουλευτικές, γιατί οι αυτοδιοικητικές και οι ευρωεκλογές είναι μια τελείως διαφορετική υπόθεση.

Από τις τελευταίες δημοσκοπήσεις προκύπτουν όμως δύο ακόμη ευρήματα τα οποία, παρά τις επιφυλάξεις που πρέπει κανείς να έχει για τους προαναφερθέντες λόγους, αξίζει να συζητηθούν. Το ένα αφορά την Kεντροαριστερά. Σύμφωνα με δημοσκόπηση που πραγματοποίησε τον περασμένο Νοέμβριο η Κάπα Research για το Βήμα της Κυριακής, το 46,6% των πολιτών πιστεύει ότι το ΠαΣοΚ, η ΔΗΜΑΡ και άλλες κινήσεις από τον χώρο της Κεντροαριστεράς πρέπει να ενωθούν και να σχηματίσουν ένα ενιαίο κόμμα, και το 28,1% λέει ότι αυτό το κόμμα θα το ψήφιζε. Το άλλο εύρημα αφορά τον Μεγάλο Συνασπισμό. Δημοσκόπηση της Metron Analysis που δημοσιεύτηκε χθες στο Εθνος της Κυριακής δείχνει ότι το 58% των πολιτών θέλει έναν κυβερνητικό συνασπισμό Δεξιάς και Αριστεράς: την πρωτοφανή αυτή για την Ελλάδα λύση θέλει το 65% των ψηφοφόρων της ΝΔ και το 45% των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ.

Ο συνδυασμός των δύο αυτών δημοσκοπήσεων σχηματίζει μια πολύ ενδιαφέρουσα μετεκλογική εικόνα: κυβέρνηση συνεργασίας ΝΔ – ΣΥΡΙΖΑ με πρωθυπουργό προερχόμενο από το πρώτο κόμμα (ή μια ανεξάρτητη προσωπικότητα) και εποικοδομητική αντιπολίτευση από την ενωμένη Κεντροαριστερά (κάτι σαν τους Πράσινους στη Γερμανία). Δύο παράγοντες μπορεί να παίξουν καταλυτικό ρόλο, είτε προς τη σύνθεση αυτής της εικόνας είτε προς την αποσύνθεσή της. Ο ένας είναι το ποσοστό της Χρυσής Αυγής. Αν είναι υψηλό, ας πούμε πάνω από 10%, η πίεση για μια εθνική δημοκρατική λύση έκτακτης ανάγκης θα είναι μεγάλη. Ο άλλος είναι οι ατομικοί και κομματικοί εγωισμοί: εγώ δεν μιλάω μ’ αυτόν γιατί δεν ξέρει τι του γίνεται, εγώ δεν συνεργάζομαι μ’ εκείνον γιατί είναι προδότης, αν λοιπόν δεν βγαίνουν τα κουκιά για να σχηματιστεί κυβέρνηση από τη μια ή από την άλλη πλευρά, ας γίνουν νέες εκλογές. Αλλά η Ελλάδα τέτοιες πολυτέλειες πλέον δεν έχει.