Η πρόσφατη έκθεση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (ΕΚ) για την τρόικα και τα Μνημόνια (συνεννόησης) ήταν μία ακόμη καλή ευκαιρία να συζητήσουμε με οργανωμένο τρόπο ουσιαστικά ζητήματα ευρωπαϊκής και εθνικής πολιτικής. Η ευκαιρία, όπως τόσες άλλες, χάθηκε σε επικοινωνιακούς χειρισμούς.

Η έκθεση αναδεικνύει σημαντικά προβλήματα σε σχέση με την κατάσταση στην αφετηρία (το 2010), τον τρόπο λειτουργίας της τρόικας και τις επιλογές της μέχρι σήμερα. Εκ των υστέρων είμαστε όλοι σοφότεροι. Η πολιτική σημασία του κειμένου προκύπτει από το γεγονός ότι σε αυτό αντικατοπτρίζεται μια ευρεία συναίνεση στην Ευρώπη για την Ελλάδα και τις λοιπές χώρες, στις οποίες παρασχέθηκε δανειακή συνδρομή με όρους.

Ισως πιο ανησυχητική είναι η προειδοποίηση του ΕΚ ότι, παρά τα όσα συνέβησαν στην Ελλάδα, «δεν υπάρχει εγγύηση ότι θα αποφευχθεί μακροχρόνια η έξοδος από τη ζώνη του ευρώ». Βέβαια, αυτό δεν εξηγείται επαρκώς. Μπορούμε όμως να υποστηρίξουμε ότι η τελική έκβαση της μάχης για παραμονή στη ζώνη του ευρώ θα εξαρτηθεί από πολλούς αλληλένδετους παράγοντες. Ξεχωρίζω τους εξής:

– Τη διάθεση διαφόρων τμημάτων της ελληνικής ελίτ να συμμετάσχουν στις θυσίες και να περιορίσουν τον εξορυκτικό τους ρόλο (για να χρησιμοποιήσω έναν όρο των Acemoglou και Robinson).

– Την πολιτική σταθερότητα.

– Μια γενικότερη επανεξέταση της «συνταγής», που όμως έχει ήδη δρομολογηθεί.

Η υπόθεση παραμένει ισχυρή, ότι ηγετικές ομάδες της χώρας σε οικονομία και πολιτική έχουν αποδυθεί σε έναν αγώνα όχι μόνο διάσωσης των κεκτημένων τους αλλά και των κανόνων του παιχνιδιού που σημαδεύουν το πολυδαίδαλο πελατειακό σύστημα. Αυτή η προσπάθεια προάσπισης του status quo εξηγεί υστερήσεις και ανακολουθίες στον τομέα των μεταρρυθμίσεων. Ετσι πρέπει να ερμηνεύονται λογικά η αφλογιστία στην περίπτωση της «λίστας Λαγκάρντ», η δυστοκία στη φορολογία ακινήτων, η θεσμική αδυναμία είσπραξης παγωμένων καταθέσεων μεγαλοφοροφυγάδων και απατεώνων και οι συνεχείς μάχες οπισθοφυλακής με την τρόικα. Για πρώτη φορά έπειτα από τέσσερα χρόνια, η παντελώς αδιαφανής διαπραγμάτευση για την εκπλήρωση των προϋποθέσεων για την εκταμίευση των δόσεων κρατά ήδη έξι μήνες! Οπως έγραφε η Ζυράννα Ζατέλη «όσο προχωρούμε τόσο ο δρόμος μακραίνει».

Τι προκύπτει πρακτικά από όλες αυτές τις παρατηρήσεις; Το μείζον: κατά το ΕΚ η τρόικα «πρέπει να εξετάσει την αναθεώρηση του Μνημονίου με βάση τα πρόσφατα εμπειρικά αποτελέσματα»! Αυτή η υπαινικτική μάλλον επισήμανση μπορεί σε συνδυασμό με άλλα σημεία της έκθεσης να γίνει πιο συγκεκριμένη. Η αναθεώρηση που προτείνει το ΕΚ θα πρέπει να υπηρετεί κοινωνικούς σκοπούς, ιδιαίτερα να μειώσει τη ανεργία των νέων, να αποβλέπει σε μείωση των ανισοτήτων (και στην Ελλάδα!), να αντιμετωπίσει το ζήτημα του αυξανόμενου λόγου χρέους (χρέος ως % ΑΕΠ), να λάβει υπόψη τα ανθρώπινα δικαιώματα και να στηρίζεται σε ρεαλιστικές προβλέψεις. Και ακόμη, θα πρέπει να περιορισθεί η «διείσδυση» στο εσωτερικό πολιτικό σύστημα με τη μορφή πρωτοφανών λεπτομερειακών συστάσεων και όρων.

Τα επιχειρήματα στα οποία αναφέρεται η έκθεση είναι ήδη γνωστά: Τα χρέη πνίγουν την ανάπτυξη, ενώ η δημοσιονομική λιτότητα ήταν ελαττωματική γιατί ήταν «εμπροσθοβαρής» και επιδιώχθηκε σε σύντομο χρονικό διάστημα. Η εμπειρική έρευνα πρόσθεσε ότι τα μοντέλα είχαν υποτιμήσει τις επιπτώσεις της δημοσιονομικής προσαρμογής στο ΑΕΠ και, κατά επέκταση, στην ανεργία. Με άλλα λόγια, η δημοσιονομική λιτότητα οδήγησε σε πολύ βαθύτερη ύφεση από όση είχε προβλεφθεί. Αυτή η συζήτηση επηρέασε το πολιτικό κλίμα γύρω από την πολιτική λιτότητας. Ομως, ο σπουδαιότερος παράγοντας που έφερε τη βραδεία μετατόπιση της οπτικής γωνιάς το 2013 ήταν η διαπίστωση ότι η γενικευμένη πολιτική λιτότητας, όπως εφαρμόσθηκε, προκαλεί ζητήματα αποδοχής από την κοινωνία (= νομιμοποίησης), αναθερμαίνει τον εθνικισμό, τον δεξιό και αριστερό και δεξιό λαϊκισμό και απειλεί το ευρωπαϊκό οικοδόμημα.

Ολα αυτά θα έπρεπε να τοποθετηθούν υψηλά στην εσωτερική πολιτική agenda αντί να εξοστρακίζονται με επικοινωνιακά τεχνάσματα («κυβερνητικός δάκτυλος η μη έλευση των εκπροσώπων του ΕΚ») και ανεδαφικά συνθήματα του τύπου «τέλος το Μνημόνιο». Κατά τη γνώμη μου, η κυβέρνηση έχει κάθε λόγο να τα αναδείξει. Με τον τρόπο αυτό θα διασφάλιζε τη δημιουργική συνέχεια με μεγαλύτερη κοινωνική ισορροπία και αποτελεσματικότητα.

Ο Πάνος Καζάκος είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών