Η κυβέρνηση συνεργασίας ΝΔ – ΠαΣοΚ – ΔΗΜΑΡ που προέκυψε από τις διπλές εκλογές του Ιουνίου 2012 υπήρξε κορυφαίος παράγοντας σταθερότητας για τη χώρα και αναγκαίο προαπαιτούμενο για την έξοδο από την εθνική κρίση. Η δημοσκοπική υποχώρηση του ΠαΣοΚ, που ξεκίνησε από την περίοδο κατά την οποία δεν συμμετείχε στην κυβέρνηση με πολιτικά στελέχη για να συνεχιστεί και μετά, αποδεικνύει ότι δεν φταίει καθαυτή η συμμετοχή, φταίνε η πολιτική ατζέντα και οι προτεραιότητες.

Η χώρα το διάστημα αυτό κέρδισε μία μάχη, το πρωτογενές πλεόνασμα, σε πείσμα όσων το αμφισβητούσαν. Αλλά πολύ φοβάμαι ότι κινδυνεύει να χάσει τον πόλεμο. Το μεταρρυθμιστικό εγχείρημα εμφανίζει σημαντικά σημάδια κόπωσης και η δημιουργία του απαραίτητου επενδυτικού περιβάλλοντος μοιάζει όλο και περισσότερο με επικοινωνιακό road show χωρίς μετρήσιμα και σταθερά αποτελέσματα. Ή, ακόμη χειρότερα, με πελατειακές διευθετήσεις χωρίς ορίζοντα. Ενώ στον τομέα της δημοσιονομικής εξυγίανσης, δηλαδή, έχουν γίνει κολοσσιαία βήματα χάρη στις θυσίες του ελληνικού λαού, εξαιτίας της ανεπάρκειας του πολιτικού συστήματος υπάρχουν σημαντικές καθυστερήσεις στις αναδιαρθρώσεις τις απαραίτητες για τη βιωσιμότητα των πρωτογενών πλεονασμάτων και, άρα, την ασφαλή επιστροφή στην ανάπτυξη.

Παραδείγματα; Σύμφωνα με το World Economic Forum, πρώτος παράγοντας για τη μη προσέλκυση επενδύσεων είναι η αναποτελεσματικότητα της κρατικής γραφειοκρατίας. Το κράτος όμως εξακολουθεί να διοικεί και να διοικείται με αλληλοσυγκρουόμενες εγκυκλίους (περίπου 200 για το 2013 μόνο για τη φορολογία), χωρίς αξιολόγηση δομών και προσώπων, χωρίς εναρμόνιση με τις νέες ανάγκες των επιμέρους αγορών που αναδιατάσσονται σήμερα ασύντακτα και χωρίς βοήθεια (φάρμακο, αγροτικός τομέας, μεταποίηση τροφίμων κ.λπ.).

Το κράτος χρειάζεται επειγόντως αναδόμηση, αρχίζοντας από την απαραίτητη αποκομματικοποίηση και την αξιοκρατία.

Η ηλεκτρονική διακυβέρνηση, απαραίτητος όρος για την αποτελεσματικότητα της δημόσιας διοίκησης, τον έλεγχο των δαπανών, την αύξηση των εσόδων, τη στήριξη της νέας επιχειρηματικότητας, τη διαφάνεια, την εξυπηρέτηση του πολίτη, τη λογοδοσία, δηλαδή την πραγματική ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας, έχει χαθεί στη μετάφραση. Ακόμη και ο διαγωνισμός για την ηλεκτρονική συνταγογράφηση, εμβληματικό έργο για τη μείωση της φαρμακευτικής δαπάνης, παραμένει ανολοκλήρωτος δυόμισι χρόνια μετά τη προκήρυξή του. Και τι να το κάνεις το WiFi όταν δεν έχεις πρόγραμμα και υπολογιστές να συνδεθείς;

Το φορολογικό νομοσχέδιο έχει καταντήσει το πιο σύντομο πολιτικό ανέκδοτο –κι ας χρειάζεται άμεσα σταθερό φορολογικό περιβάλλον, ψηφισμένο από τη Βουλή τουλάχιστον για μια δεκαετία, σύμφωνα με τις προτάσεις Ράπανου.

Το ασφαλιστικό σύστημα, μετά τη μεταρρύθμιση του 2010 που άλλαξε το διεθνές κλίμα και σημαντικούς οικονομικούς δείκτες, παραμένει προκλητικά αμήχανο μπροστά στις νέες συνθήκες που δημιουργεί η κρίση. Η επαγγελματική και η ιδιωτική ασφάλιση, επικουρικές του δημόσιου ασφαλιστικού συστήματος, παραμένουν ανενεργές, παρότι προβλέπονται στον νόμο Λοβέρδου – Κουτρουμάνη και θα μπορούσαν να ανακουφίσουν σε βάθος χρόνου τις συντάξεις.

Το πλαίσιο δημόσιων προμηθειών που αξιοποιεί ένα έστω μικρό κομμάτι από τις καταταλαιπωρημένες δημόσιες επενδύσεις και ό,τι έχει απομείνει από τις δαπάνες των δημόσιων οργανισμών, τροφοδοτώντας με μία προσδοκία ρευστότητας την άνυδρη αγορά, παραμένει αδιαφανές, αργό, εσκεμμένα περίπλοκο, δήθεν λεπτομερές και συγκεκριμένο αλλά τελικά αναποτελεσματικό και διάτρητο.

Δεν χρειάζεται να μιλήσει κανείς για τη Παιδεία και τις περιπέτειές της μετά τον φετινό τραγέλαφο στα ελληνικά πανεπιστήμια.

Τέλος, υπάρχουν οι παθογένειες του πολιτικού συστήματος. Ο αριθμός των βουλευτών, ο εκλογικός νόμος (και όχι μόνο το μπόνους του πρώτου κόμματος), το πολιτικό χρήμα, η διακυβέρνηση και οι κανόνες της, η Τοπική Αυτοδιοίκηση, οι αρμοδιότητες και το προσωπικό της, ο συνδικαλισμός, είναι μερικά από τα ανοιχτά ζητήματα.

Συμπέρασμα: το πρωτογενές πλεόνασμα είναι αναγκαίο για να διαπραγματευθούμε το χρέος, αλλά δεν είναι από μόνο του ικανό για τη διαπραγμάτευση του κοινού μας μέλλοντος. Το ΠαΣοΚ και οι δυνάμεις της Κεντροαριστεράς που πλήρωσαν και πληρώνουν χρειάζεται τώρα να επικεντρωθούν με σαφήνεια και επιμονή στην ανασυγκρότηση και στις προϋποθέσεις της. Στις μεταρρυθμίσεις και στις αλλαγές.

Αλλιώς η πολιτική σταθερότητα θα μετατραπεί σε πολιτική στασιμότητα, με ό,τι αυτό σημαίνει για τις δυνάμεις της συντήρησης και της οπισθοδρόμησης. Ο χρόνος για τις δυνάμεις της Κεντροαριστεράς από τώρα και μέχρι τη προεδρική εκλογή του 2015, όπου όλα θα συζητηθούν, έτσι κι αλλιώς, από την αρχή και με ενδιάμεσο σταθμό τις ευρωεκλογές, είναι κρίσιμος και επαρκής για επαναξιολόγηση και επανεκκίνηση. Μετά, η πρωτοβουλία θα ανήκει σε άλλους και η χώρα θα πρέπει να ξεκινήσει, δυστυχώς, από την αρχή.

Η Αθηνά Δρέττα είναι μέλος της ΚΕ του ΠαΣοΚ και συμμετέχει στην κίνηση των 58