Οταν ο Μιχαήλ Χοντορκόφσκι περνούσε το 2003 την πύλη της φυλακής ήταν ένας ολιγάρχης με βλέψεις για την εξουσία που περιφρονούσε ανοικτά τον Βλαντίμιρ Πούτιν. Δέκα χρόνια μετά και ελεύθερος στο Βερολίνο διαβεβαιώνει ότι δεν έχει τέτοιου τύπου πολιτικές φιλοδοξίες. Προκαλεί και πάλι, όμως, τον ρώσο πρόεδρο δηλώνοντας ότι θα αγωνιστεί για την απελευθέρωση άλλων πολιτικών κρατουμένων. «Πρέπει να εργαστούμε πιο εντατικά για να μην υπάρχουν πολιτικοί κρατούμενοι στη Ρωσία ή αλλού», δήλωσε στους εκπροσώπους του Τύπου στο Βερολίνο.

Ο Μιχαήλ Χοντορκόφσκι είχε την τύχη εκείνων των αντιφρονούντων της εποχής της Σοβιετικής Ενωσης που αφήνονταν μυστικά ελεύθεροι και μεταφέρονταν υποχρεωτικά στη Δύση. «Με ξύπνησε στις 2 τα ξημερώματα ο διοικητής της φυλακής. Μου είπε ότι θα γύριζα σπίτι μου. Εμαθα στη διάρκεια του ταξιδιού ότι το ταξίδι θα τελείωνε στο Βερολίνο. Δεν είχα άλλη επιλογή», δήλωσε. Στη γερμανική πρωτεύουσα, ο Χοντορκόφσκι συνάντησε τα μέλη της οικογένειάς του, μεταξύ των οποίων την 79χρονη μητέρα του που υποφέρει από καρκίνο. Στους δημοσιογράφους που έδωσαν το «παρών» στο μουσείο που βρίσκεται κοντά στο Τσεκ Πόιντ Τσάρλι, εμφανίστηκε με σκούρο κοστούμι και σε καλή κατάσταση. Ανέφερε ότι δεν του τέθηκαν όροι για την απελευθέρωσή του, ενώ υποστήριξε ότι το αίτημα για χάρη προς τον ρώσο πρόεδρο δεν συνοδεύτηκε από παραδοχή της ενοχής του.

Ο Χοντορκόφσκι αμφισβήτησε τους ισχυρισμούς του Κρεμλίνου ότι μπορεί ανά πάσα στιγμή να επιστρέψει στη Ρωσία εφόσον το επιθυμεί και να φύγει και πάλι.

Μόνο αν αρθεί η καταδίκη του από το Ανώτατο Δικαστήριο το «πρόστιμο» των 17 δισ. ρουβλιών για φοροδιαφυγή που χρονολογείται από το 2005 θα το θεωρήσει «ένδειξη ότι μπορεί να επιστρέψει στη Ρωσία».