Οι πληθυσμικές μεταβολές που συντελούνται τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα και στα άλλα κράτη-μέλη της ΕΕ, η γήρανση και η συρρίκνωση του πληθυσμού σε ηλικία εργασίας επηρεάζουν την αγορά εργασίας και τη μακροχρόνια βιωσιμότητα των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης. Σήμερα οι ηλικιωμένοι ζουν περισσότερο και υγιέστερα από ό,τι αυτοί των προηγουμένων γενεών. Κατά την περίοδο 2010-15, κατά μέσον όρο, στις χώρες του ΟΟΣΑ οι γυναίκες στα 65 τους έτη αναμενόταν να ζήσουν επιπλέον 20,8 χρόνια, ενώ οι άνδρες 17,4 χρόνια. Μετά το 2060-65 οι γυναίκες θα ζουν πέντε χρόνια περισσότερο (25,8 χρόνια) και οι άνδρες τεσσεράμισι χρόνια (21,9 χρόνια). Ετσι, οι δαπάνες συντάξεων για πρώτη φορά στα 65 έτη προς τους συνταξιούχους των χωρών-μελών του ΟΟΣΑ θα είναι αυξημένες κατά 20% λόγω της αύξησης του προσδόκιμου ζωής και της γήρανσης του πληθυσμού (ΟΟΣΑ, 2013).

Το ίδιο στην ΕΕ-27, λόγω της αύξησης της ανεργίας, της μείωσης του ενεργού πληθυσμού και της γήρανσης, το 2015 θα αντιστοιχεί ένας συνταξιούχος σε τέσσερις εργαζομένους και το 2060 θα αντιστοιχεί ένας συνταξιούχος σε δύο εργαζομένους με το επίπεδο παραγωγικότητας και το επίπεδο απόδοσης της ευρωπαϊκής οικονομίας σημαντικά περιορισμένο. Ετσι εκτιμάται (Ευρωπαϊκή Επιτροπή, 2012) ότι 40%-60% των δημοσίων δαπανών επηρεάζεται από τη διάρθρωση της ανεργίας και των ηλικιών του πληθυσμού.

Επίσης εκτιμάται ότι κατά την περίοδο 2010-60, οι δημόσιες δαπάνες που επηρεάζονται από τη διάρθρωση των ηλικιών του πληθυσμού θα αυξηθούν στην ΕΕ-27 κατά 4,1 φορές περισσότερο, ως τμήμα του ΑΕΠ: αύξηση των συνταξιοδοτικών δαπανών 1½ φορά, των δαπανών υγείας 1,1 φορά, δυσμενής εξέλιξη της σχέσης συνταξιούχων – εργαζομένων 1½ φορά. Στην Ελλάδα, το 2010, η προσδοκώμενη αναμενόμενη ζωή στην ηλικία των 65 ετών ήταν 17 χρόνια για τους άνδρες και 21 για τις γυναίκες. Η εξέλιξη αυτή σημαίνει ότι η αύξηση του προσδόκιμου ζωής υποδηλώνει την καταβολή συνταξιοδοτικών παροχών για ακόμη πιο μακρές χρονικές περιόδους. Επίσης υποδηλώνει τη διαμόρφωση συνθηκών ισορροπίας οικονομικής βιωσιμότητας και κοινωνικής αποτελεσματικότητας, παρέχοντας συντάξεις οι οποίες θα απομακρύνουν την πλειονότητα των συνταξιούχων από την κατάσταση φτώχειας, με χρηματοδότηση εργαζομένων και φορολογουμένων ικανή να ανταποκριθεί στις μακροχρόνιες υποχρεώσεις του κοινωνικοασφαλιστικού συστήματος στη χώρα μας.

Επομένως, το ερώτημα που προκύπτει είναι: με σταδιακά μικρότερο αριθμό εργαζομένων και σταδιακά μεγαλύτερο αριθμό συνταξιούχων λόγω της γήρανσης του πληθυσμού, ποιο τελικά θα είναι το νέο πλαίσιο χρηματοδότησης του συνταξιοδοτικού συστήματος; Θα είναι η υπερφορολόγηση των εργαζομένων, η αύξηση των εισφορών, η περαιτέρω μείωση των συντάξεων ή η αναζήτηση νέων πόρων; Στο ερώτημα αυτό η απάντηση συνίσταται στην ανάλυση και επεξεργασία των πληθυσμιακών εξελίξεων, της ανεργίας, των μισθών, της ύφεσης, της ανάκαμψης και της μείωσης των συντάξεων στην Ελλάδα καθώς και στη συσχέτισή τους με τη μακροχρόνια (2013-2050) βιωσιμότητα του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης (εκτός ΝΑΤ, ΟΓΑ, Δημοσίου) με την εφαρμογή αναλογιστικών προσεγγίσεων (Ρομπόλης – Μπέτσης, 2013).

Προκύπτει λοιπόν ότι:

α) Η οριακή ισορροπία του κοινωνικο-ασφαλιστικού συστήματος στη χώρα μας ανατρέπεται από το τέλος του 2015, αφού το 2016 απαιτούνται πρόσθετοι πόροι 0,52% του ΑΕΠ (940 εκατ. ευρώ), το 2017 απαιτούνται 1,01% του ΑΕΠ, το 2020 απαιτούνται 1,24% του ΑΕΠ, το 2030 απαιτούνται 2,89% του ΑΕΠ κ.λπ.

β) Η γήρανση του πληθυσμού συμβάλλει στην αύξηση των συνταξιοδοτικών δαπανών κατά 15% και με διαφορετικά σενάρια εκτίμησης της θνησιμότητας αυτή η επιβάρυνση προσεγγίζει το 27% (2050).

γ) Οι περικοπές των συντάξεων και η αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης εάν δεν συνοδεύονταν από τις συνθήκες ύφεσης και ανεργίας, τότε το οριακό έτος στην εξέλιξη των αποθεματικών των ασφαλιστικών ταμείων θα ήταν περίπου το 2025. Η παρατεταμένη και βαθιά ύφεση καθώς και η ανεργία μετατόπισαν το οριακό έτος δέκα χρόνια νωρίτερα (2015). Οι εξελίξεις αυτές στη βιωσιμότητα του συνταξιοδοτικού συστήματος αναδεικνύουν την αναγκαιότητα νέου πλαισίου χρηματοδότησής με την ανεύρεση νέων πόρων εκτός των ασφαλιστικών εισφορών και εκτός του κρατικού προϋπολογισμού (π.χ. κρατικές προμήθειες, δημόσια έργα, χρηματιστηριακές και τραπεζικο-πιστωτικές συναλλαγές, επιχειρήσεις τυχερών παιχνιδιών κ.λπ., ΙΝΕ/ΓΣΕΕ 2010).

Ο Σ. Ρομπόλης είναι καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, επιστημονικός διευθυντής του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ