Αν η ώρα είναι κάπως προχωρημένη –αν έχει, ας πούμε, περάσει η δωδεκάτη μεσημβρινή –η ρουτίνα θα έχει κιόλας εκτυλιχθεί: θα έχουν ήδη δημοσιευθεί δύο – τρία σχόλια σε μπλογκ και εφημερίδες που θα βρίζουν «τις μούμιες που επέστρεψαν» διά της εκδήλωσης των 58. Θα έχουν ήδη εξαπολυθεί από τα πρωινά τηλεπαράθυρα πέντε – έξι ιερεμιάδες για τους «φθαρμένους που μας έφεραν ώς εδώ».

Εξι ημέρες τώρα οι αναλύσεις εξαντλούνται στην ταξιθεσία, στο μικροπολιτικό κυνήγι παλαιοπασοκικών κεφαλών στην πλατεία του Ακροπόλ. Τι σημασία έχει ποιοι μίλησαν; Τι σημασία έχει τι είπαν; Σημασία έχει μόνο ότι οι φάτσες του ακροατηρίου ήταν οι ίδιες φάτσες, οι παλιές. Κι εμείς έχουμε σιχαθεί το παλιό. Το νέο λαχταράμε.

Το νέο που καλπάζει με το σφρίγος των μπαρουτοκαπνισμένων συνδικαλιστών. Που ανασταίνει τις πολιτικές καριέρες όσων παλιών αποδεικνύονται ευέλικτοι και προσαρμοστικοί. Το νέο που ευαγγελίζεται την παλινόρθωση της πασοκικής Εδέμ. Που ξαναζεσταίνει τα συνθήματα του ’80 και αρθρώνεται από τους γουναρόγλωσσους του εμφυλιοπολεμικού διχασμού.

Ετσι γνωρίζεται το νέο. Από την ετοιμότητά του να συνομιλεί με τους ασυνάρτητους του παρανόρμαλ εθνικισμού. Από την αποφασιστικότητά του να επενδύει πολιτικά στα κλειστά πανεπιστήμια. Από τη δέσμευσή του να επενδύσει κυριολεκτικά στις συντάξεις. Τις συντάξεις που θα κληθεί να πληρώσει η γενιά της κρίσης.

Ετσι έρχεται το νέο. Με άλλη όψη, αλλά οικεία φωνή. Με τη φωνή που παρηγορεί όποιον στ’ αλήθεια πανικοβάλλεται με την αλλαγή.

Ετσι έρχεται. Σαν μετάσταση του ίδιου. Σαν υποτροπή.