Δεν θα ξεχάσουμε ποτέ τον Δεκέμβριο του 2008. Το Σαββατόβραδο, ανήμερα του Αγίου Νικολάου, ο 15χρονος Αλέξανδρος Γρηγορόπουλος κατέβηκε στα Εξάρχεια για να συναντήσει τους φίλους του και συνάντησε τον θάνατο. Ο αστυνομικός Επαμεινώνδας Κορκονέας τον πυροβόλησε εν ψυχρώ, με το εννιάρι πιστόλι του στην οδό Μεσολογγίου. Το ίδιο βράδυ η Αθήνα πήρε φωτιά. Εκατοντάδες χιλιάδες νέοι άρχισαν να ανταλλάσσουν μηνύματα με τα τηλέφωνά τους και όριζαν ταχύτατα τόπους συναντήσεων για διαμαρτυρία.

Από εκείνο το βράδυ και για τρεις ημέρες και νύχτες η ελληνική πρωτεύουσα καιγόταν ανεξέλεγκτα, ενώ το κύμα εξέγερσης εξαπλώθηκε σε όλη την επικράτεια αλλά και στο εξωτερικό, με διαρκείς πορείες και διαδηλώσεις, περίπου για έναν μήνα. Στα περισσότερα γυμνάσια και λύκεια έγιναν καταλήψεις και σε όλες τις πόλεις καθημερινοί αποκλεισμοί δρόμων.

Δίπλα στην αγανάκτηση των νέων για τη δολοφονία εκατοντάδες κουκουλοφόροι κατέστρεψαν και λεηλάτησαν, εκτός από την Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη και πολλές άλλες πόλεις, ενώ η διεθνής κοινότητα παρακολουθούσε με απορία τον «ελληνικό εφιάλτη» και τους καθημερινούς βανδαλισμούς από ασύδοτες ομάδες «αγνώστων» που προκαλούσαν χάος.

Εκτός από τα καταστήματα, τα υπουργεία, τα οχήματα και τις τράπεζες που καταστράφηκαν, αστυνομικά τμήματα πολιορκήθηκαν και περιπολικά πυρπολήθηκαν. Αλλά οι αστυνομικοί κρύβονταν, αφού είχαν σαφείς εντολές για ψυχραιμία και αυτοσυγκράτηση. «Δεν θα ενεργείτε χωρίς προηγούμενη αναφορά στο κέντρο», ακουγόταν από τους ασυρμάτους των αστυνομικών των ΜΑΤ.

Το τελικό αποτέλεσμα ξεπέρασε κάθε προηγούμενο. Το κέντρο της Αθήνας και άλλων περιοχών διαλύθηκε, το κράτος παρέλυσε, η κυβέρνηση αποδείχθηκε ανήμπορη να επιβάλει την τάξη και η αντιπολίτευση επιχειρούσε να επωφεληθεί από το χάος την ημερών –και το κατάφερε. Πλην μιας εξαίρεσης: του ΣΥΡΙΖΑ.

Ενδεχομένως στο μέλλον θα διδάσκονται στις σχολές πολιτικών επιστημών οι συνέπειες των «Δεκεμβριανών» στο μόνο κόμμα που είχε εκείνη την περίοδο διαρκή άνοδο. Είναι η εποχή που ο ΣΥΡΙΖΑ τελεί υπό διπλή ηγεσία: ο Αλέκος Αλαβάνος ήταν επικεφαλής του κόμματος με τις πολλές συνιστώσες στη Βουλή και ο Αλέξης Τσίπρας νεοεκλεγείς αρχηγός του Συνασπισμού της Αριστεράς –με τον Φώτη Κουβέλη ακόμη στους κόλπους του, ως κοινοβουλευτικό εκπρόσωπο.

Από τις αρχές του 2008 οι δημοσκόποι έτριβαν τα μάτια τους με τα συνεχή ευρήματα που έδειχναν να ενισχύεται διαρκώς το κόμμα, το οποίο μετά βίας είχε μπει στη Βουλή μόλις μερικούς μήνες νωρίτερα. Τον Μάρτιο του 2008 ο ΣΥΡΙΖΑ εμφανίζεται με ποσοστά που κυμαίνονται μεταξύ 16% και 20% και σε ορισμένες μετρήσεις και περισσότερο.

Η δυναμική αυτή αποδίδεται στη «φρεσκαδούρα» που αποπνέουν η παρουσία του 30άρη Αλέξη Τσίπρα στην ηγεσία του Συνασπισμού και η σκληρή αντιπολίτευση Αλαβάνου στη Βουλή, αλλά και στα εσωτερικά προβλήματα του ΠαΣοΚ και στην ανεπάρκεια που χρεώνεται στον Γιώργο Παπανδρέου, ο οποίος μέχρι τότε χάνει σε όποια κάλπη βρεθεί μπροστά του.

Το καλοκαίρι του 2008 αρχίζουν πλέον οι αναλύσεις που συνδέουν την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ με την εκλογική επιτυχία της ΕΔΑ το 1958, που την έφερε στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης την ώρα που οι πληγές του Εμφυλίου ήταν ακόμα ανοικτές. Χωρίς να κάνει ή να λέει τίποτε ιδιαίτερο, ο ΣΥΡΙΖΑ φαίνεται να δημιουργεί εκ νέου προϋποθέσεις να πλασαριστεί στη δεύτερη θέση ένα κόμμα της Αριστεράς. Και μετά ήρθαν τα «Δεκεμβριανά».

ΔΙΝΟΥΝ ΚΑΛΥΨΗ. Χαμένη στη μετάφραση η ηγεσία του κόμματος, αδυνατεί να διαχωρίσει την οργή της νεολαίας για τη δολοφονία από τις καταστροφές που προκαλούνται στο κέντρο των πόλεων. Ετσι, σταδιακά μετατρέπεται όχι απλώς σε υποστηρικτή των κινητοποιήσεων αδιακρίτως, αλλά φιλοδοξεί και να προβληθεί ως οργανωτής τους. Αν εξαιρεθεί η νηφάλια φωνή του Φώτη Κουβέλη, τόσο ο Αλέκος Αλαβάνος στη Βουλή όσο και ο Αλέξης Τσίπρας αναγκάζονται διαρκώς να απολογούνται στις κατηγορίες ότι προσφέρουν την κάλυψή τους ακόμη και στις ακρότητες.

Το αποτέλεσμα αυτής της στάσης φάνηκε στης αρχές του επόμενου έτους: σταδιακά ο δημοσκοπικός ρυθμός του ΣΥΡΙΖΑ χάνεται και στις επόμενες εκλογές επιστρέφει στα συνήθη οριακά ποσοστά του.

Αυτό αποβαίνει προς όφελος του ΠαΣοΚ, που στην κλιμάκωση των γεγονότων ζητούσε από την κυβέρνηση να παραιτηθεί. «Φτάνει πια με αυτή την κυβέρνηση, που αρνείται παντού να αναλάβει τις ευθύνες της», έλεγε ο Γ. Παπανδρέου. «Επί τρία 24ωρα η Αθήνα θυμίζει Βαγδάτη χωρίς κανείς να αντιλαμβάνεται ποιο είναι το επιχειρησιακό σχέδιο της κυβέρνησης για την αποκλιμάκωση», τόνιζε ο αρμόδιος τομεάρχης του ΠαΣοΚ Μιχάλης Χρυσοχοΐδης.

Αλλά αν αποδείχθηκαν πολιτικό Βατερλώ για κάποιον εκείνα τα γεγονότα, ήταν για την κυβέρνηση Καραμανλή και το κόμμα της ΝΔ. Ο υπουργός Εσωτερικών Προκόπης Παυλόπουλος, στο υπουργείο του οποίου υπαγόταν και η Δημόσια Τάξη, έχασε το momentum της επέμβασης και στην πιο κρίσιμη στιγμή της εξέγερσης εμφάνισε την Αστυνομία ως… αμυνόμενη, έχοντας απολέσει πλήρως τον έλεγχο των πραγμάτων.

ΣΤΑ ΜΠΟΥΖΟΥΚΙΑ. Από την πλευρά του, ο υπουργός Παιδείας Ευριπίδης Στυλιανίδης βρέθηκε σε δύσκολη θέση χωρίς καμία δυνατότητα παρέμβασης, όταν αποκαλύφθηκε ότι το βράδυ που άρχιζαν τα γεγονότα βρισκόταν στα μπουζούκια για κάποια εκδήλωση και δεν αποχώρησε όταν πληροφορήθηκε το περιστατικό, ενώ την επομένη πήγε στο… γήπεδο.

Κυβερνητικά στελέχη εκδήλωναν την απορία τους για την πλήρη αποτυχία της Αστυνομίας –αλλά οι παραιτήσεις του Προκόπη Παυλόπουλου και του υφυπουργού του Παναγιώτη Χηνοφώτη δεν έγιναν δεκτές. Στο μεταξύ το χάος παρατεινόταν και ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Βαγγέλης Αντώναρος αναγκάστηκε να προβεί σε διάψευση για να σταματήσουν οι φήμες ότι πρόκειται να επιβληθεί καθεστώς έκτακτης ανάγκης και να παρέμβει ο Στρατός –παρότι υπήρξαν και γι’ αυτό εισηγήσεις.

Ο πρωθυπουργός Κώστας Καραμανλής επιχείρησε, αλλά με καθυστέρηση, να εκτονώσει την κατάσταση με δύο συνεχή διαγγέλματα, ενώ η προσπάθειά του να αναζητήσει στηρίγματα στην αξιωματική αντιπολίτευση δεν βρήκε ανταπόκριση ούτε από τον Γιώργο Παπανδρέου στην κατ’ ιδίαν συνάντησή τους ούτε από τους άλλους πολιτικούς αρχηγούς.

Επιβαρυμένη η τότε κυβέρνηση, με την υπόθεση του Βατοπεδίου να βρίσκεται ψηλά στην επικαιρότητα και με την ταχύτατη επέκταση του σκανδάλου Siemens στους κόλπους της, έχασε τον έλεγχο και περιορίστηκε στον ρολό του θεατή. Αργότερα στο περιβάλλον του τότε πρωθυπουργού έγιναν εκτιμήσεις, που αναπαράγονται μέχρι σήμερα, για «ξένο δάκτυλο» στη μεγιστοποίηση των γεγονότων ώστε να πληγεί η κυβέρνηση.

ΘΕΩΡΙΕΣ ΣΥΝΩΜΟΣΙΑΣ. Πολλοί μιλούσαν για «ξένους πράκτορες» που έδρασαν εκείνες τις φλογισμένες νύκτες για να πάρουν όσο το δυνατόν μεγαλύτερη έκταση τα επεισόδια, αλλά στοιχεία δεν προσκομίστηκαν ποτέ, παρότι υπήρχαν φήμες για εκθέσεις μυστικών υπηρεσιών που ενέπλεκαν υπερατλαντικές δυνάμεις.

Τελικά ο Δεκέμβρης του 2008 μπορεί να μην ήταν ο ελληνικός «Μάης», αλλά έστρεψε τη μεσαία τάξη εναντίον δύο κομμάτων, της ΝΔ που δεν συγκράτησε τη βία και του ΣΥΡΙΖΑ που δεν την αποδοκίμασε.