Πρόσφατα πήγα με τη 16χρονη κόρη μου Αντέλ να δούμε το κομμάτι του Τείχους του Βερολίνου που έχει διατηρηθεί ως μέρος ενός μουσείου αφιερωμένου στη διαίρεση της πόλης, της Γερμανίας και της Ευρώπης. Ηταν ένα λαμπρό πρωινό στο Βερολίνο. Οι τουρίστες κοίταζαν το Τείχος, διάβαζαν για εκείνους που σκοτώθηκαν στην προσπάθειά τους να δραπετεύσουν από τη σοβιετική αυτοκρατορία. Η Αντέλ περιτριγύριζε με περιέργεια και κάθε λίγο τσεκάριζε τη σελίδα της στο facebook, στο κινητό της. «Ολα αυτά φαίνονται αρχαία», είπε τελικά. «Είναι σαν να ανήκουν στον 19ο αιώνα».

Η ετυμηγορία της ήταν λίγο αυστηρή, για κάποιον λόγο όμως δεν είχα κουράγιο να διαμαρτυρηθώ, να της πω ότι αυτός ο τοίχος και αυτή η διαίρεση ήταν πρόσφατα και είχα ζήσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής μου μαζί τους. Δεν είχα καμία διάθεση να αντικρούσω την αλήθεια της. Οπως αναφέρεται στην ταινία «Τα παιδιά της ιστορίας», «δεν υπάρχει περίοδος τόσο απόμακρη όσο το πρόσφατο παρελθόν».

Ο Ψυχρός Πόλεμος είναι κάτι πολύ μακρινό για τη γενιά της Αντέλ. Μόλις πριν από έναν αιώνα, ένας κόσμος γεμάτος παρόμοια αισιοδοξία και πεπεισμένος για το αναπόφευκτο της προόδου βυθίστηκε στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, καθώς πέντε τώρα πια διαλυμένες αυτοκρατορίες (βρετανική, γερμανική, αυστροουγγρική, τσαρική και οθωμανική) ενεπλάκησαν σε μια αδιανόητη σφαγή. Σε αυτόν τον κατακλυσμό –και στη μνησικακία της Γερμανίας λόγω της ήττας –εκκολάφθηκε έναν άλλος πόλεμος που θα οδηγούσε στη διαίρεση της Ευρώπης και στο Τείχος. Ο χρόνος προχωρά. Τίποτα δεν μπορεί να τον εμποδίσει.

Ή μπορεί; Τα κινητά τώρα καταγράφουν κάθε μας κίνηση και, είτε μας αρέσει είτε όχι, καθένας από εμάς θα αφήσει στην αιωνιότητα ένα εικονικό άβαταρ, ένα ψηφιακό ον του οποίου τα τηλεφωνήματα, τα μηνύματα, οι συναλλαγές, οι αγάπες και οι απώλειές του θα συνεχίσουν να ζουν στον κυβερνοχώρο. Η μετά θάνατον ζωή έφθασε, τουλάχιστον για τις κυβερνοϋπάρξεις μας.

Ακόμα και τα υλικά μας σώματα μπορεί να υπάρχουν για πολύ περισσότερο. Μιλούσα πρόσφατα με έναν γιατρό που είναι πεπεισμένος ότι κατά τη διάρκεια αυτού του αιώνα θα βρεθούν τρόποι αντιστροφής του γήρατος και ο μέσος όρος ζωής μπορεί να φθάσει τα 150 χρόνια. Ο χρόνος δεν είναι γραμμικός. Είναι κυκλικός. Κάνοντας έρευνα για ένα βιβλίο που θα κυκλοφορήσει την επόμενη χρονιά και παρακολουθεί την πορεία της οικογένειάς μου από τη Λιθουανία στη Νότια Αφρική και μετά στη Βρετανία, στις Ηνωμένες Πολιτείες και το Ισραήλ, εντυπωσιάστηκα από τα επαναλαμβανόμενα μοτίβα. Είδα τους προγόνους μου να κόβουν δεσμούς με το παρελθόν, να προσπαθούν να το θάψουν και να σκορπίζονται στα άκρα του κόσμου. Και όλα αυτά ενώ μετέφεραν μέσα τους ένα μανιοκαταθλιπτικό γονίδιο που αποτελεί μια αλυσίδα με το παρελθόν, ικανό να έρθει στην επιφάνεια ανά πάσα στιγμή και να ανακατέψει τα πάντα. Τα θαύματα της τεχνολογίας καταργούν τους φραγμούς. Ισως όμως δημιουργούν καινούργιους. Οι αγχωμένες ψηφιακές ζωές μας ίσως είναι εχθροί της σοφίας. Οι ανθρώπινες ζωές πάντα επιφυλάσσουν εκπλήξεις.

Η Υπηρεσία Εθνικής Ασφαλείας (NSA) των ΗΠΑ με τη συλλογή τεράστιων ποσοτήτων πληροφοριών είναι φίλος και εχθρός μαζί. Οι διευθυντές της νομίζουν ότι γνωρίζουν τι είναι καλό για την ασφάλειά μας, την οποία εξισώνουν με την ευμάρεια. Ισως δεν κάνουν λάθος, διότι ποτέ μέχρι τώρα μεγάλες μάζες ανθρώπων δεν είχαν βγει από τη μιζέρια, όσο τα τελευταία 20 χρόνια. Υπάρχει όμως και η σκοτεινή πλευρά, καθώς κανείς δεν ξέρει πώς θα χρησιμοποιήσουν απολυταρχικά καθεστώτα αυτές τις νέες τεχνολογικές δυνατότητες.

Είναι όμως εντυπωσιακό ότι παρ’ όλες αυτές τις νέες δυνατότητες συλλογής και ανάλυσης απεριόριστων ποσοτήτων με στοιχεία, οι ικανότητές μας για πρόβλεψη δείχνουν πιο περιορισμένες από ποτέ. Φαίνεται ότι η ανθρώπινη φύση επιμένει πάνω απ’ όλα σε μια ποιότητα: το μυστήριό της. Είναι όμως ανακουφιστικό ότι δεν μπορούμε να ξέρουμε τι θα γίνει. Για να παραφράσω τον Κίρκεργκορ, ο χρόνος πάει μπροστά αλλά η κατανόηση προς τα πίσω. Και όπως παρατήρησε ο σκηνοθέτης Ζαν-Λικ Γκοντάρ, μια ταινία πρέπει να έχει αρχή, μέση και τέλος –όχι όμως αναγκαστικά με αυτή τη σειρά.