Ξεκίνησε στην αρμόδια κοινοβουλευτική επιτροπή η συζήτηση του προϋπολογισμού 2014 και επίκειται στην ολομέλεια της Βουλής. Ανοικτό παραμένει αν το κείμενο που κατέθεσε η κυβέρνηση –εφόσον ψηφιστεί –θα είναι αυτό που θα εφαρμοστεί τελικά, καθώς μάλιστα τα μεγέθη δεν έχουν συμφωνηθεί με την τρόικα. Αλλά αφήνοντας κατά μέρος τις αβεβαιότητες, ας δούμε κατ’ αρχάς ότι ο νέος προϋπολογισμός προβλέπει αύξηση εσόδων και μείωση δαπανών, προκειμένου να επιτευχθεί πρωτογενές πλεόνασμα σχεδόν τριών δισεκατομμυρίων ευρώ ή 1,6% του ΑΕΠ. Ο στόχος δεν επιδέχεται αμφισβήτηση, και όχι μόνο επειδή αποτελεί μνημονιακή υποχρέωση της χώρας. Αν υποτεθεί ότι, στο όνομα μιας πολιτικής πιο «κοινωνικής» και πιο ενθαρρυντικής για την ανάκαμψη, καταλήγαμε σε έλλειμμα αντί για πλεόνασμα, τρόπος να χρηματοδοτηθεί τέτοιο έλλειμμα στις παρούσες συνθήκες δεν υπάρχει κανένας: αναπόφευκτα θα επιβάλλονταν σπασμωδικές περικοπές ή/και έκτακτες φορολογίες για να εξαλειφθεί. Το άμεσο πολιτικό ερώτημα είναι, επομένως, πώς και πόσο αυξάνονται τα έσοδα, πώς και πόσο μειώνονται οι δαπάνες, ώστε να προκύψει το αναγκαστικό αποτέλεσμα.

Ο νέος προϋπολογισμός προβλέπει αύξηση των φορολογικών εσόδων κατά 2,8% (κατά 1,26 δισ.). Η αύξηση αυτή είναι μεγαλύτερη από την προσδοκώμενη αύξηση του ΑΕΠ (0,6%), συνεπώς αυξάνεται η συνολική φορολογική επιβάρυνση της οικονομίας. Καθώς επιχειρείται –ορθά –μια μείωση των εσόδων από την έμμεση φορολογία (-1,8%), οι άμεσοι φόροι, στο εισόδημα και στην ακίνητη περιουσία κυρίως, προβλέπεται να αυξηθούν κατά 8,5%. Πρόκειται για 1,7 δισ., σχεδόν μία μονάδα του ΑΕΠ, που καλούνται να καταβάλουν επιπλέον το 2014 όσοι δηλώσουν τα ανάλογα εισοδήματα +1,33 δισ., και ακίνητα +1,15 δισ. (αφαιρούνται 723 εκατομμύρια λιγότερα για φόρους προηγουμένων ετών, π.χ. οι ΦΑΠ 2011 και 2012 που επιβλήθηκαν εφέτος). Η πρόσθετη επιβάρυνση δεν είναι διόλου αμελητέα, ιδίως αν ληφθεί υπόψη ότι μεγάλο μέρος θα επωμισθούν οι «συνεπείς», όσοι μονίμως σηκώνουν περισσότερα βάρη, και ένα μέρος κάποιοι που βρίσκονται σε πραγματικά δυσχερή θέση, με εξαντλημένη φοροδοτική ικανότητα. Η παρούσα κυβέρνηση απέτυχε, όπως οι προκάτοχοί της, να θεσπίσει ένα απλό, διαφανές, δίκαιο φορολογικό σύστημα, που να εξασφαλίζει την είσπραξη των αναγκαίων εσόδων με ορθολογική κατανομή των βαρών. Ούτε τα αντιπολιτευόμενα κόμματα άλλωστε εργάζονται σοβαρά και αποτελεσματικά με τέτοιον σκοπό. Αντ’ αυτού, παρακολουθούμε σε κάθε φορολογικό νομοσχέδιο άθλια παζάρια γύρω από επιμέρους συμφέροντα, επαγγελματικά και γεωγραφικά, τα οποία παράλληλα συνιστούν ομάδες ψηφοφόρων.

Στη δημόσια συζήτηση ακούμε συνεχώς διαμαρτυρίες για την αύξηση της φορολογίας να συνοδεύονται με την απαίτηση το κράτος να κόψει τις δαπάνες του. Οσοι επιδίδονται σε παρόμοιες κραυγές δεν έκαναν τον κόπο να διαβάσουν τους αριθμούς. Στον τακτικό προϋπολογισμό προβλέπεται μείωση των πρωτογενών δαπανών κατά 6,4% (κατά 2,9 δισ.), υπερδιπλάσια της αύξησης των φόρων. Ενδεικτικά, κατά 2,3 δισ. μειώνονται οι επιχορηγήσεις προς ασφαλιστικά ταμεία, ΕΟΠΥΥ και νοσοκομεία, κατά 300 εκατομμύρια οι δαπάνες του υπουργείου Παιδείας, ενώ το –περικομμένο ξανά εφέτος –πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων αυξάνεται μόλις κατά 150 εκατομμύρια, στα 6,8 δισ. Αυτό που προπάντων θέλουν να αγνοούν οι διαμαρτυρόμενοι είναι ότι φόροι, περισσότεροι φόροι χρειάζονται για να λειτουργούν στοιχειώδη δημόσια αγαθά, Υγεία, Παιδεία, ασφάλεια, πολιτισμός, για να προστατεύονται οι ασθενέστεροι. Διαφορετικά επικρατεί βαρβαρότητα. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι στις δημόσιες δαπάνες επίσης αποτυγχάνει μια ορθολογική κατανομή των υφισταμένων πόρων, όχι μόνο στις γενικές κατηγορίες του προϋπολογισμού αλλά και στο εσωτερικό κάθε επιμέρους τομέα ή ιδρύματος. Αυτή την αποτυχία ζούμε επί δώδεκα εβδομάδες στα κλειστά πανεπιστήμια, από χθες στα κλειστά –χωρίς θέρμανση –σχολεία της Νάουσας και της Φλώρινας, στον ΕΟΠΥΥ και στα νοσοκομεία, καθημερινά στην απελπισία χιλιάδων φτωχών, ανέργων, αστέγων. Πρώτιστη, εξ ορισμού, ευθύνη της κυβέρνησης, η σωστή κατανομή και η παραγωγική χρήση αντικειμενικά περιορισμένων δημόσιων πόρων είναι ταυτόχρονα ευθύνη και της αντιπολίτευσης, των συνδικάτων, κάθε ενεχόμενου συλλογικού φορέα.

Διάχυτα ωστόσο αναλαμβάνονται πρωτοβουλίες για τη διάσωση των δημόσιων αγαθών. Παραδειγματικό ήταν το μάθημα που δίδαξαν σε φοιτητές τις προάλλες τρεις καθηγητές της Νομικής Αθηνών σε χώρο εκτός του κλειστού Πανεπιστημίου. Ανάλογες, κάποτε εντελώς αθόρυβες, βρίσκουμε σε κάθε δημόσιο χώρο, όπως και πρωτοβουλίες αλληλεγγύης που προσπαθούν να καλύψουν κενά του κοινωνικού κράτους. Μειοψηφικές ακόμη, δεν φτάνουν, είναι όμως η ελπίδα για το αύριο. Πολιτική προτεραιότητα: να πολλαπλασιαστούν.