Οι αξιολογήσεις των διεθνών οργανισμών για τις επιδόσεις των οικονομιών των κρατών-μελών της Μεσογείου που πλήττονται από τις εφαρμοζόμενες πολιτικές λιτότητας και ύφεσης, σε συνδυασμό με τις πρόσφατες εκτιμήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του ΟΟΣΑ, οι οποίες προβλέπουν «αναιμική και άνεργη ανάπτυξη» στην ευρωζώνη, ουσιαστικά καταγράφουν το σημείο καμπής στο οποίο βρίσκεται η ευρωπαϊκή και η μεσογειακή οικονομία. Σε αυτές τις συνθήκες και τις προοπτικές ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) καλεί την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) στη φθινοπωρινή του έκθεση (20/11/2013) για την παγκόσμια οικονομία να εξετάσει την εφαρμογή «μη συμβατικών μέτρων», δηλαδή την υλοποίηση προγράμματος εκτύπωσης χρήματος –ποσοτική χαλάρωση –που ήδη εφαρμόζουν οι κεντρικές τράπεζες των ΗΠΑ, Ιαπωνίας και Αγγλίας.

Ομως, οι ασκούμενες πολιτικές λιτότητας παρατείνουν την ύφεση και αυξάνουν εκρηκτικά την ανεργία, ενώ αντίθετα η πιο αποτελεσματική επιλογή για τη μείωση των ελλειμμάτων είναι η ενίσχυση της ανάπτυξης. Πράγματι, σημαντικό τμήμα των δημοσίων ελλειμμάτων στην Ελλάδα οφείλεται στη μείωση των εσόδων, ως συνέπεια της ύφεσης και του υψηλού επιπέδου της ανεργίας. Το ίδιο, η σταδιακή αύξηση του χρέους (181,3% του ΑΕΠ το 2014) οφείλεται, κατά κύριο λόγο, στη μείωση του ΑΕΠ (-25%, 2010-2013) και η δυσχερής αποκλιμάκωσή του στο μέλλον θα οφείλεται στη μερική ανάταξή του (15%) μέχρι το 2025. Γι’ αυτό τον λόγο, μεταξύ των άλλων, αναδεικνύεται ως αναγκαιότητα η σημαντική αναδιάρθρωση του χρέους ως ουσιαστική επιλογή χρηματοδότησης, στον βαθμό που την αφορά, της ανάπτυξης και της αναζωογόνησης της ελληνικής οικονομίας.

Ταυτόχρονα, μια τέτοια επιλογή θα έχει ως αποτέλεσμα να μετατοπισθεί, έστω και την ύστατη ώρα, ένα μέρος του βάρους της οικονομικής κρίσης από τους μισθωτούς, τους συνταξιούχους και τους ανέργους στις ισχυρές εισοδηματικές τάξεις της ελληνικής κοινωνίας. Διαφορετικά, θα παραταθεί η απαλλαγή των ισχυρών εισοδηματικά τάξεων από την ευθύνη συμμετοχής στη χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας και της οικονομικής και κοινωνικής αναπαραγωγής, με ό,τι αυτό αρνητικά συνεπάγεται για την αναπτυξιακή προοπτική της χώρας μας.

Στο πλαίσιο αυτό τίθεται το ερώτημα: ποιο είναι τελικά το σημαντικότερο κριτήριο για την αξιολόγηση της κατάστασης μιας οικονομίας και κοινωνίας; Το πρωτογενές πλεόνασμα ή η ανεργία; Προφανώς η απάντηση συνίσταται στο ότι είναι δύο αυτοτελούς σημασίας μεγέθη που, όμως, αλληλεπιδρούν μεταξύ τους λειτουργικά στο πλαίσιο του κυκλώματος αναπαραγωγής της οικονομίας. Αυτό σημαίνει ότι η επιλογή μηδενισμού του πρωτογενούς ελλείμματος στην Ελλάδα, το 2013 (812 εκατ. ευρώ, 0,4% του ΑΕΠ πρωτογενές πλεόνασμα) και το 2014 (2,95 δισ. ευρώ, 1,6% του ΑΕΠ πρωτογενές πλεόνασμα) με ύφεση, υπογραμμίζει την παράταση των πολιτικών λιτότητας και δημοσιονομικής πειθαρχίας με αύξηση της ανεργίας, μείωση της εγχώριας ζήτησης και επιδείνωση του βιοτικού επιπέδου της πλειονότητας των πολιτών της χώρας.

Ετσι, η μείωση του δημόσιου πρωτογενούς χρηματοδοτικού πλεονάσματος σε σχέση με το ΑΕΠ από -16% το 2009 σε -4% το 2013 συνοδεύτηκε, μεταξύ των άλλων, από σημαντική μείωση των δαπανών (-40%) κατά την περίοδο 2009-2013. Επιπλέον αποδεικνύεται ότι η πρόβλεψη (τρόικα) αύξησης του ΑΕΠ και η μείωση της ανεργίας μετά τη δημοσιονομική πειθαρχία μέσω της μείωσης των δημοσίων δαπανών δεν επιτεύχθηκε. Το αποτέλεσμα είναι η δυσμενής δημοσιονομική και μακροοικονομική κατάσταση στην Ελλάδα και στις άλλες μεσογειακές χώρες να συνεπικουρείται από την πλήρη απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων, τη μείωση των μισθών και των συντάξεων, την κατάργηση των συλλογικών διαπραγματεύσεων και των συλλογικών συμβάσεων εργασίας καθώς και τη μετάλλαξη του κράτους πρόνοιας σε κράτος φιλανθρωπίας.

Κατά συνέπεια, είναι πλέον επιβεβλημένη στην Ελλάδα και στις άλλες χώρες της Μεσογείου η ένταξη της πολιτικής καταπολέμησης της ανεργίας στη μακροοικονομική και δημοσιονομική πολιτική ως επιτακτική ανάγκη οργανικής τους ενότητας, προκειμένου η επίτευξη του πρωτογενούς πλεονάσματος να είναι το αποτέλεσμα, μεταξύ των άλλων, της αύξησης της παραγωγής, της παραγωγικότητας, του ΑΕΠ, του εισοδήματος και της απασχόλησης, δηλαδή της ανάπτυξης και όχι της καθίζησης της πραγματικής οικονομίας.

Ο Σάββας Ρομπόλης είναι καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου, επιστημονικός διευθυντής του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ