Γάμος σε κεντρικό χωριό του Ζαγοριού, βγαλμένος από την εποχή της… αστακομακαρονάδας. Εκατοντάδες καλεσμένοι, γυαλιστερές τουαλέτες, ατσαλάκωτα κοστούμια, χρυσά ρόλεξ, διαμάντια και αλυσίδες, απαστράπτοντα καγιέν, ρέιντζ ρόβερ και μερσεντές. Κι άσε τη Μέρκελ να οδύρεται…

Η μουσική, ελληνάδικη της Παραλιακής, στη διαπασών από κάτι μεγάφωνα σαν περίπτερα. Κέτερινγκ, σαμπάνιες, ακόμη και τεράστιοι προβολείς να σκίζουν τον ουρανό και να συναντιούνται σε ένα σημείο στο… υπερπέραν –να ξυπνήσει κι ο Θεός μέσα στη νύχτα και να χορεύει για τον γάμο του επιχειρηματία με την ξένη καλλονή…

Η Ελλάδα των αντιθέσεων στο απόλυτο μεγαλείο της. Από τη μια το Ζαγόρι –ένας τόπος αρχαίος, πανέμορφος, με τον πολιτισμό των λιθόκτιστων αρχοντικών σε κάθε βήμα. Κι από την άλλη, η φτηνή τέχνη, η φιγούρα και ο νεοπλουτισμός. Μια χοντρή κυρία να πετάει το τσιγάρο της στο πάτωμα και να ζητάει από τον σερβιτόρο να το σβήσει –προφανώς θεώρησε ότι ήταν μέρος του σέρβις. Και όταν όλα τελείωσαν, ο εκπρόσωπος του ζευγαριού με ένα πακέτο χαρτονομίσματα να μοιράζει πεντακοσάρικα στους DJ, στα γκαρσόνια και σε όσους είχαν συμβάλει στην κιτσάτη, αξέχαστη αυτή βραδιά.

Να ζήσουν τα παιδιά και να είναι ευτυχισμένα, μακριά από φτωχό και άνεργο…

Το επόμενο βράδυ πάλι σε χωριό του Ζαγορίου, σε μια αλάνα δίπλα στο εκκλησάκι του τοπικού αγίου ο θρύλος του κλαρίνου Πετρολούκας Χαλκιάς μαζί με άλλους δύο νεώτερους μουσικούς παίζουν ηπειρώτικες μελωδίες. Νανουρίσματα, μοιρολόγια, τραγούδια της λύπης, της ξενιτιάς, τραγούδια της χαράς και του πανηγυριού. «Κοντούλα λεμονιά», «Βασιλικό», «Μπεράτι», «Δόντια πυκνά», «Μαργιόλα»… Η αλάνα γεμάτη καρέκλες και οι ντόπιοι να κρέμονται από τα κεντήματα του κλαρίνου του μεγάλου μουσικού.

Η συγκίνηση έντονη, ο 80χρονος μουσικός από το Δελβινάκι χωρίς παρτιτούρες και σημειώσεις παίζει το ένα κομμάτι μετά το άλλο. Μόνο οι ανάσες του ακούγονται από το ένα γύρισμα του κλαρίνου στο άλλο.

Ο κόσμος ακούει μαγεμένος και νιώθει υπέροχα αυτή τη δροσερή αυγουστιάτικη νύχτα με τα δισεκατομμύρια αστέρια στον ουρανό του Ζαγοριού. Ακούει άφωνος τον μεγάλο τεχνίτη του κλαρίνου όπως τότε, τη δεκαετία του 1960 στην Αμερική, όταν ο Λούις Αρμστρονγκ και ο Μπένι Γκούντμαν είχαν μείνει άφωνοι ακούγοντάς τον στο μαγαζί του στο Μανχάταν…

Κάθε τόσο ο διοργανωτής της εκδήλωσης –καθηγητής πανεπιστημίου στα Ιωάννινα, νομίζω –ανεβαίνει στο πάλκο και περιγράφει τις ανάγκες που γέννησαν αυτή τη μουσική, τους δρόμους της ψυχής που κάνουν το ηπειρώτικο κλαρίνο να ζει και να βασιλεύει ακόμη και σήμερα –και να γεμίζει όλα τα χωριά του Ζαγοριού το καλοκαίρι.

Οταν τελείωσε η μαγική βραδιά, ο καθηγητής που κάθε χρόνο κάνει μια τέτοια πολιτιστική εκδήλωση στο Ζαγόρι («Κυκλάμινα» την ονομάζει, από τα κυκλάμινα που βγαίνουν κάθε χρόνο στις όχθες του Βοϊδομάτη) εξομολογήθηκε στους δικούς του ότι του χρόνου δεν θα υπάρξει συνέχεια. Δεν μπορεί πλέον να μαζέψει τα 3 – 4 χιλιάρικα που χρειάζονται για τη διοργάνωσή της. Δεν βρίσκει χορηγούς και δεν έχει την οικονομική δυνατότητα να τα βάζει από την τσέπη του…

Οι δύο Ελλάδες που ζουν δίπλα δίπλα και σηματοδοτούν με τελείως διαφορετικό τρόπο τους δύο δρόμους που μπορεί να τραβήξει η χώρα. Η Ελλάδα των δανεικών, της ευμάρειας και του εύκολου πλουτισμού –που μας έφερε έως εδώ που είμαστε σήμερα. Και η Ελλάδα του χθες –που μπορεί όμως να γίνει και η Ελλάδα του αύριο. Που επέζησε από καταστροφές, χρεοκοπίες και εμφυλίους και έχτισε το μέλλον της λιθαράκι λιθαράκι μέσα από σκληρή δουλειά, με ένα όραμα κοινωνικής προόδου και συλλογικής ευημερίας.

Η Ελλάδα που ξεπηδάει σήμερα μέσα από την κρίση. Με τις μοναχικές προσπάθειες επιστημόνων και επιχειρηματιών οι οποίοι –χωρίς καθοδήγηση ή στήριξη από το κράτος, χωρίς χρηματοδότηση από τις τράπεζες –προσφέρουν νέα προϊόντα και υπηρεσίες υψηλής ποιότητας ώστε να μπορούν να σταθούν στον παγκόσμιο ανταγωνισμό και να ανοίξουν νέες αγορές. Αν η άλλη Ελλάδα χαμηλώσει λίγο τα μεγάφωνα, ίσως μπορέσει να τους ακούσει…