Εχει δίκιο ο Τσίπρας. Ο γερμανός δημοσιογράφος –αυτός που αποπέμφθηκε ως έχων «ύφος ανθυπάτου» και κατόπιν διασύρθηκε παραδειγματικά με κομματικούς λιβέλους –διέπραξε βάναυση απρέπεια. Θύμισε στον Τσίπρα ότι σε μια προεκλογική του ομιλία κατηγόρησε τη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ ότι «υπέστειλαν την ελληνική σημαία και την παρέδωσαν στη Μέρκελ».

Πώς άραγε να αναγνωρίσει ο Τσίπρας την πατρότητα μιας τέτοιας φράσης; Πώς θα μπορούσε να την ξεχωρίσει από το πλήθος των αναθεμάτων; Πώς να θυμάται από το ανεξάντλητο ρεπερτόριο των εθνολαϊκών κλισέ που έχει κατακλύσει τη δημόσια ζωή, ποιο έχει ο ίδιος εξαπολύσει;

Δεν ξέρει ο Γερμανός. Δεν ξέρει πόσο δύσκολη δουλειά είναι ο συνδικαλισμός. Δεν ξέρει ότι ο συνδικαλισμός απαιτεί από τον συνδικαλιστή, που υποδύεται τον πολιτικό, να μιλάει ως βραχνή ντουντούκα. Να αλιεύει την ψυχή του λαού. Να μιλάει τη γλώσσα του θυμού.

Αιφνιδιάστηκε ο Γερμανός. Αποκάλεσε τους Ανεξάρτητους Ελληνες κόμμα «ημι-φασιστικό» και είδε τον Τσίπρα να φρίττει. Μα τι περίμενε; Δεν προσέβαλε απλώς ένα άλλο κόμμα. Προσέβαλε το μόνο κόμμα που μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ ρεαλιστικά να υπολαμβάνει ως πιθανό κυβερνητικό του εταίρο.

Πώς να μην κλείσει ο Τσίπρας το μαγνητόφωνο; Πώς να αντέξει να έρθει αντιμέτωπος με την ανομολόγητη στρατηγική επιλογή του: να διεκδικεί την εξουσία συμπορευόμενος με κρεμάλες, συνωμοσίες και κραυγές για Κουίσλινγκ.

Αυτό μας έμαθε αυτή η κομμένη συνέντευξη. Αυτό έμαθε πια μέχρι κι ο αδαής Γερμανός: Μην τα βάζεις με τον Καμμένο. Θα ‘χεις να κάνεις με τον Τσίπρα.