Την πεποίθησή του ότι, εφόσον διέπονται από έναν «αόρατο κανόνα δικαιοσύνης», οι «δύσκολες» αποφάσεις θα έχουν τη στήριξη της «σιωπηλής πλειοψηφίας» εξέφρασε ο υπουργός Διοικητικής Μεταρρύθμισης Κυριάκος Μητσοτάκης, κατά την ανάληψη των καθηκόντων του στον πρόσφατο ανασχηματισμό. Την αποδοχή αυτής της σιωπηλής πλειοψηφίας αναφορικά με την πρόθεση της κυβέρνησης να απολύσει 15.000 δημοσίους υπαλλήλους και να θέσει σε διαθεσιμότητα άλλες 25.000 επικαλέστηκε και λίγες ημέρες αργότερα σε δηλώσεις του προς το ειδησεογραφικό δίκτυο Μπλούμπεργκ. Συγχρόνως, επέλεξε να συνδέσει, με μια διάθεση συμψηφισμού, αυτές τις επικείμενες απολύσεις με την ύπαρξη άνω του ενός εκατομμυρίου ανέργων στον ιδιωτικό τομέα. Αρκεί, όμως, η υπόθεση περί σιωπηλής πλειοψηφίας για να υποστηριχθεί ότι μία τέτοιας βαρύτητας πολιτική ενέργεια είναι δίκαιη, ορθολογική και πρόσφορη για τον σκοπό που καλείται να υπηρετήσει;

Η έννοια της σιωπηλής πλειοψηφίας έγινε διάσημη στα τέλη της δεκαετίας του 1960, όταν χρησιμοποιήθηκε από τον Ρίτσαρντ Νίξον προκειμένου να υποστηρίξει ότι η πολιτική του στο Βιετνάμ είχε την αποδοχή τού μέσου Αμερικανού, παρά και σε αντίθεση με την ύπαρξη μιας ριζοσπαστικής μειοψηφίας, που αντιδρούσε σε αυτήν, η οποία χάρη στον θορυβώδη ακτιβισμό της κατόρθωνε να βρίσκεται στο επίκεντρο της δημοσιότητας. Πέρα από ένα επιτυχημένο ρητορικό εύρημα, η σιωπηλή πλειοψηφία συνόψιζε την προσπάθεια οικοδόμησης μιας συντηρητικής, λαϊκιστικής ηγεμονίας από το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα. Ηταν μέρος της αντίδρασης στην κληρονομιά του Νιου Ντιλ, στον ριζοσπαστισμό των κοινωνικών κινημάτων της δεκαετίας του 1960 και τις αλλαγές που είχαν συντελεστεί στο πεδίο της κοινωνίας, του πολιτισμού, των αξιών. Σηματοδοτούσε, επίσης, την –εν τέλει επιτυχή –προσπάθεια της αμερικανικής Δεξιάς να προσεταιρισθεί τον χώρο του Κέντρου και την μεσαία τάξη, που βρίσκονταν σε διαδικασία μετασχηματισμού.

Στην Ελλάδα σήμερα, ο χώρος του Κέντρου αποτελεί αντικείμενο διεκδίκησης από την Αριστερά και τη Δεξιά σε συνθήκες έντονης πόλωσης. Παράλληλα, υπό αμφισβήτηση και διαπραγμάτευση βρίσκεται η πολιτική κουλτούρα της Μεταπολίτευσης, οι αξίες, η ιδεολογία της, τα στερεότυπα και τα ταμπού της. Το ζήτημα της απόλυσης δημοσίων υπαλλήλων, πέρα από αναγκαιότητα ή υποχρέωση, αναδείχθηκε σε σύμβολο αυτής της μάχης.

Την ίδια στιγμή η μεσαία τάξη, και όχι μόνο στην Ελλάδα, βιώνει συνθήκες πρωτόγνωρης οικονομικής και κοινωνικής ανασφάλειας και εκ των πραγμάτων μεταβάλλονται οι αξίες της, όπως και ο τρόπος που αντιλαμβάνεται τον εαυτό της. Σε αυτές τις συνθήκες, η αυτοπροστασία φαίνεται να υπερτερεί της κοινωνικής αλληλεγγύης στις αξίες της μεσαίας τάξης. Ο διάχυτος ατομικισμός μοιάζει επίσης να ευνοεί τον κατακερματισμό ως προς την πρόσληψη όσων πλήττονται από την κρίση και τις πολιτικές λιτότητας. Η διάκριση μεταξύ ανέργων του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα βρίσκει πρόσφορο έδαφος. Πολλοί, στο πλαίσιο της πολιτικής και της δημόσιας αντιπαράθεσης, επικαλούνται την πρώτη ομάδα για να δικαιολογήσουν ή να αντισταθμίσουν την τύχη της δεύτερης σαν να πρόκειται για ένα είδος εκδικητικής δικαιοσύνης. Ακόμη περισσότερο, φαίνεται να επικρατεί μια ορισμένη μνησικακία για όσους, σε προηγούμενο χρόνο, θεωρούνταν οι προνομιούχοι του μεταπολιτευτικού συστήματος και απολάμβαναν εργασιακή ασφάλεια, ικανοποιητικές αμοιβές και συνθήκες εργασίας, ενώ η πρόσβασή τους σε αυτές τις θέσεις εργασίας συχνά δεν συνοδευόταν από διαφάνεια και αξιοκρατία.

Με βάση αυτές τις παραδοχές, η ελληνική εκδοχή της σιωπηλής πλειοψηφίας εξισώνει τις απολύσεις στο Δημόσιο με το μεταρρυθμιστικό πρόταγμα. Ωστόσο, οι οριζόντιες, χωρίς ουσιαστική αξιολόγηση και με αμφίβολη την κομματική αμεροληψία, απολύσεις δημοσίων υπαλλήλων ελάχιστα μπορούν να συμβάλουν στη μεταρρυθμιστική δυναμική. Η τελευταία θα προϋπέθετε, εξάλλου, κάτι παραπάνω από έναν κάποιο αόρατο κανόνα δικαιοσύνης, που επικαλέστηκε ο αρμόδιος υπουργός για να δημιουργήσει ευρύτερες συναινέσεις. Τα παραπάνω αποκτούν ακόμα μεγαλύτερη βαρύτητα, καθώς η ανεργία αποτελεί το σημαντικότερο κοινωνικό πρόβλημα στη χώρα σήμερα και η αντιμετώπισή του θα αποτελέσει το μέτρο της επιτυχίας κάθε εξαγγελλόμενης μεταρρυθμιστικής προσπάθειας.

Εν τέλει, η ίδια η βασική παραδοχή της σιωπηλής πλειοψηφίας ότι δηλαδή όσοι δεν μετέχουν σε κινητοποιήσεις διαμαρτυρίας κατά της εφαρμοζόμενης πολιτικής ουσιαστικά την αποδέχονται αποτελεί μια μάλλον ελιτίστικη και ανεπαρκή βάση νομιμοποίησης των επικείμενων μέτρων. Η συντηρητική αντίληψη περί παθητικής ανοχής συναντά το νεοφιλελεύθερο αίτημα για λιγότερο κράτος.

Η Τζένη Λιαλιούτη είναι διδάκτωρ στο Πάντειο Πανεπιστήμιο