Με την επίσκεψη Σόιμπλε και την επικοινωνιακή της διαχείριση από την κυβέρνηση ζήσαμε έναν μικρό παραλογισμό. Ο γερμανός υπουργός Οικονομικών ξέκοψε κάθε κουβέντα για κούρεμα, πράγμα που επαναβεβαίωσε τόσο ο ίδιος όσο και η Καγκελάριος Ανγκελα Μέρκελ τις αμέσως επόμενες ημέρες. Ωστόσο οι διαρροές και τα μέσα ενημέρωσης μετέφεραν μια εικόνα κάθε άλλο παρά αντιπροσωπευτική αυτής της πραγματικότητας. Λίγο-πολύ όλοι μάς έκλειναν το μάτι: λέει αυτά τώρα επικειμένων των γερμανικών εκλογών, όμως αμέσως μετά θα υποχωρήσει υπό το βάρος της πραγματικότητας. Αρα το κούρεμα του επίσημου τομέα είναι επί θύραις!

Αυτή η πραγματικότητα υποτίθεται πως βασίζεται στην αλήθεια των αριθμών. Το βουνό του χρέους, σε συνδυασμό με την παρατεινόμενη ύφεση, καθιστά αβέβαιη την έξοδο της Ελλάδας από την κρίση. Με τον επικείμενο μηδενισμό του πρωτογενούς ελλείμματος επανέρχεται η συζήτηση στο Grexit, τη χρεοκοπία της Ελλάδας εντός ή εκτός ευρώ. Αυτή τη φορά, όμως, όχι ως κίνδυνος για την Ελλάδα, αλλά ως ευκαιρία (χαρακτηριστικό το άρθρο του Βόλφγκανγκ Μινχάου στους χθεσινούς «Financial Times» με τίτλο «Η Grexit αρχίζει να φαίνεται πιο εφικτή για την Αθήνα»). Επομένως, υποτίθεται πως η Ελλάδα βρίσκεται στην καλύτερη δυνατή διαπραγματευτική θέση. Πρόκειται για την αναβίωση του καταστροφικού –όπως αποδείχθηκε –ιδεολογήματος πως μπροστά στο κόστος για την ευρωζώνη η Ελλάδα μπορεί να εκβιάσει λύσεις.

Η φιλοσοφία διάσωσης της Ελλάδας έχει καταγραφεί ήδη από τη νύχτα της 26.10.2011. Τα ελλείμματα είναι το μέλημα της ελληνικής πλευράς και η αναχρηματοδότηση του χρέους ευθύνη της ευρωζώνης. Αυτή ακριβώς ήταν η έννοια της προφορικής, αλλά επίσημης, διαβεβαίωσης που απέσπασε ο κ. Παπαδήμος στο Eurogroup του Φεβρουαρίου 2012 για συνέχιση της βοήθειας μετά το πέρας του προγράμματος στήριξης. Αυτό ακριβώς επαναβεβαίωσε ο κ. Σόιμπλε με τη δήλωσή του της προηγούμενης εβδομάδας: «Προϋπόθεση για κάθε συζήτηση περαιτέρω βοήθειας είναι το πρωτογενές πλεόνασμα». Παράλληλα, η ευρωζώνη δίνει στη χώρα μας μια περίοδο περίπου δέκα ετών να κάνει όλες τις απαραίτητες αλλαγές και προσαρμογές ώστε να μπορεί να σταθεί στα πόδια της αυτόνομη. Η μείωση των επιτοκίων και η επιμήκυνση των δανείων διευκολύνουν την ελληνική πλευρά να ελέγξει τα ελλείμματα. Είναι χαρακτηριστικό ότι σε σχέση με τις προβλέψεις του Μεσοπρόθεσμου Προγράμματος του 2011 οι υποχρεώσεις της Ελλάδας για την εξυπηρέτηση του χρέους (τόκοι) είναι σήμερα περίπου 10 δισ. ευρώ χαμηλότερες –ένα ολόκληρο 6% του σημερινού ΑΕΠ!

Η πολιτική που κατέθεσε ο κ. Σόιμπλε κατά την επίσκεψή του δεν είναι μια ιδεολογική προσέγγιση στο πρόβλημα. Είναι μια μεταβατική, πλην όμως ευσταθής, λύση. Η τρόικα κατέχει το 75% του ελληνικού χρέους. Με πρωτογενές πλεόνασμα, διατηρήσιμο και επαναλήψιμο, ο βραχνάς της αναχρηματοδότησης του χρέους φεύγει με μετακυλίσεις υποχρεώσεων, επιμηκύνσεις, χρονικές αναδιατάξεις πληρωμών χρεολυσίων. Επιπροσθέτως, με μείωση των επιτοκίων διευκολύνεται η ελληνική πλευρά στην εξυπηρέτηση του χρέους και στην επίτευξη πλεονάσματος (όχι μόνο πρωτογενούς). Ετσι, λύνεται και το τεράστιο πρόβλημα των δανειστών να καταγράψουν ζημιές από διακρατικό δανεισμό –αλλά και να αποφύγουν δευτερογενή προβλήματα με τις χώρες που περιμένουν στη σειρά: Πορτογαλία, Ιρλανδία, Κύπρος, ενδεχομένως Ισπανία, Ιταλία, Βέλγιο.

Κλειδί στις ελληνικές προοπτικές με μια τέτοια λύση είναι τα προγράμματα ανακεφαλαιοποίησης/επανιδιωτικοποίησης των τραπεζών και αποκρατικοποιήσεων. Εάν από τα προγράμματα αυτά ανακτηθούν συνολικά περί τα 60-80 δισ. ευρώ, τότε το σύνολο πρακτικώς των ελληνικών υποχρεώσεων θα είναι στα χέρια της τρόικας. Η μακροημέρευση μιας τέτοιας λύσης εξαρτάται από τις σχέσεις εμπιστοσύνης και αλληλεγγύης μεταξύ πιστωτών και οφειλέτη.

Το ερώτημα είναι κατά πόσον μια τέτοια λύση είναι επιθυμητή από την Ελλάδα και ποιες είναι οι εναλλακτικές δυνατότητες. Το κούρεμα των τροϊκανών δανείων έχει τεράστιο πολιτικό κόστος για τους δανειστές. Ως εκ τούτου, μια τέτοια εξέλιξη μπορεί να προκύψει μόνον ως οριστική λύση του ελληνικού προβλήματος. Η Ελλάδα, σε περίπτωση κουρέματος του επίσημου τομέα, δεν μπορεί να περιμένει συνέχιση της βοήθειας. Πρέπει να είναι σε θέση να εξυπηρετεί αυτόνομα το εναπομείναν χρέος (και όποιο νέο), δηλαδή να έχει αποκαταστήσει πρόσβαση στις αγορές. Κυρίως όμως πρέπει να είναι βέβαιες αμφότερες οι πλευρές, δανειστές και οφειλέτης, ότι η επόμενη ημέρα είναι βιώσιμη και ευσταθής.

Παρά το κλείσιμο του ματιού σχετικά με τις γερμανικές εκλογές, ουσιαστική εξέλιξη δεν μπορεί να υπάρξει πριν από το καλοκαίρι του 2014, με την ολοκλήρωση της τραπεζικής ένωσης και τη δρομολόγηση του προγράμματος αποκρατικοποιήσεων. Κατά τούτο είναι προβληματική η επικοινωνιακή διαχείριση της κυβέρνησης. Η διαπραγμάτευση θα γίνει με τους εταίρους στον κατάλληλο χρόνο, οπότε οι αναφορές στο «αναπόφευκτο» κούρεμα είναι για εσωτερική κατανάλωση και μόνον. Επαναφέρουν όμως στο προσκήνιο την αντιπαράθεση με τους εταίρους σε πλαίσιο πολύ λίγο σχετιζόμενο με την πραγματικότητα και δίνουν τροφή σε κάθε παράλογη στάση των πολιτικών δυνάμεων, άρα και στη διατήρηση της πολιτικής αστάθειας.

Ο Γιώργος Προκοπάκης είναι σύµβουλος επιχειρήσεων σε θέµατα οργάνωσης και διαχείρισης πληροφοριών, πρώην καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Columbia