Στο πρώτο του βιβλίο, τη «Μεροληπτική Κατάθεση» (εκδ. Πολύτυπο, 1982), ο Δημήτρης Ψυχογιός έγραφε πως ένα από τα µαθήµατα που διδάχθηκε από τη δηµοσιογραφία ήταν να εκτιµά λιγότερο τα γραπτά του. Μου είχε κάνει μεγάλη εντύπωση εκείνη η φράση. Νόμιζα, μάλιστα, πως την εννοούσε. Την πήρα τοις μετρητοίς. Και μου έκανε πολύ καλό.

Διαβάζω την επιστολή της καθηγήτριας Αλίκης Γιωτοπούλου-Μαραγκοπούλου σχετικά με τη σημερινή επίσκεψη του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε στην Ελλάδα. «Είναι απίστευτη η θρασύτητα των Γερμανών και προπαντός του πλέον φιλότουρκου και ανθέλληνα Σόιμπλε», τονίζει, «ώστε να θεωρούμε εντελώς απαράδεκτο να τον υποδεχθούν επίσημα πρόσωπα στην Ελλάδα και ο ελληνικός λαός». Σέβομαι την ηλικία της καθηγήτριας. Ο καλός συνάδελφος που αντέγραψε την επιστολή στην εφημερίδα του και τα μπλογκ που την αναπαρήγαγαν δεν τη σέβονται;

Διαβάζω τη συνέντευξη Τύπου που έδωσε ο Μίκης Θεοδωράκης με αφορμή την προβολή μιας ταινίας που βασίστηκε στη μουσική του. «Η Ελλάδα είναι έρμαιο μιας κλίκας», είπε. «Μας βάζουν φόρους με το ζόρι, μας απολύουν και εκείνοι εξαιρούνται από τους φόρους. Ούτε με τον Σουλεϊμάν τον Μεγαλοπρεπή ούτε με τους Ρωμαίους δεν έγιναν αυτά!». Λατρεύω τη μουσική του Μίκη. Το τραγούδι του «Μαργαρίτα Μαγιοπούλα» με κάνει πάντα να δακρύζω. Και νομίζω πως τα μέσα ενημέρωσης θα έπρεπε να τον προστατεύουν περισσότερο.

Διαβάζω τις συνεντεύξεις του Αλκίνοου Ιωαννίδη με αφορμή την αυριανή «Σαμία» στην Επίδαυρο. Ο δημοφιλής τραγουδιστής υποστηρίζει ότι «έχουμε χουντικούς πολιτικούς, χουντικούς αστυνομικούς, χουντικές νοοτροπίες και συμπεριφορές». Και αποκαλύπτει ότι δέχθηκε απειλές –στην Ελλάδα, όχι στην Κύπρο –για το κείμενο που δημοσίευσε τον περασμένο Μάρτιο μετά το ΟΧΙ της κυπριακής Βουλής, ένα ΟΧΙ «που εσείς, αγαπητοί Ελλαδίτες μνημονιακοί, πολιτικοί και δημοσιογράφοι, με πρόσχημα το καλό μας, δεν θα πείτε ποτέ». Νόμιζα ότι η χούντα τελείωσε το ’74 –ψέματα, το ’73. Και ότι η Κύπρος έχει μετανιώσει για το ΟΧΙ της. Προφανώς έκανα λάθος.

Ξεφυλλίζοντας το ολόφρεσκο βιβλίο του Δημήτρη Ψυχογιού με τίτλο «Η πολιτική βία στην ελληνική κοινωνία» (εκδ. Επίκεντρο), έπεσα σ’ ένα κείμενό του που δημοσιεύτηκε στις 20 Νοεμβρίου του 2005 στο «Βήμα». Μιλά για τη «μοναχική επαναστατική διαδήλωση» που είχε κάνει τρεις ημέρες νωρίτερα για το Πολυτεχνείο, φορώντας κόκκινο μάλλινο πουλόβερ πάνω από μαύρο τζιν παντελόνι, βαθύ κόκκινο μακρύ κασκόλ και κρατώντας μια κατακόκκινη ομπρέλα. Καταλήγει έτσι: «Σκέφθηκα πως αξίζει να αντιστέκεσαι στη βαρβαρότητα, ακόμη και με τα όπλα, αν αντιμετωπίζεις όπλα· με τη γνώμη σου, με τη συμμετοχή σου, με την ψήφο ή μη βλέποντας τηλεόραση σε ειρηνικούς καιρούς –και ανακουφισμένος που δεν ήμουν δειλός, γύρισα να γεμίσω τις σελίδες σου, ημερολόγιό μου».

Εκείνη η προ τριακονταετίας φράση δεν αφορούσε τον συγγραφέα της, τώρα πια είμαι σίγουρος.