Η εφαρμογή της πολιτικής τής εσωτερικής υποτίμησης στην Ελλάδα και στις άλλες μεσογειακές χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης που σχεδιάστηκε και επιβλήθηκε από τους διεθνείς οργανισμούς (ΕΕ, ΕΚΤ, ΔΝΤ) και την ελληνική κυβέρνηση βασίστηκε στην αναγκαιότητα, κατά την άποψή τους, της αντιμετώπισης της οικονομικής κρίσης, συστατικά στοιχεία της οποίας ήταν το 2009 η ύπαρξη «δίδυμων ελλειμμάτων» στα δημόσια οικονομικά (δημόσιο έλλειμμα και χρέος) και στις εξωτερικές συναλλαγές της χώρας (έλλειμμα εμπορικού ισοζυγίου).

Με αφετηρία αυτά τα δεδομένα, οι διεθνείς οργανισμοί επέβαλαν από το 2010 το πρόγραμμα λιτότητας και εσωτερικής υποτίμησης, με στόχο την ανάσχεση της κρίσης διαμέσου της οικονομικής μεταμόρφωσης της Ελλάδας και των άλλων μεσογειακών χωρών από οικονομίες της ζήτησης σε οικονομίες της προσφοράς. Μάλιστα, οι διεθνείς οργανισμοί, αναλυτές και πολιτικοί υποστήριζαν ότι τα δίδυμα ελλείμματα στον ευρωπαϊκό Νότο δημιουργήθηκαν στο πλαίσιο του μοντέλου της άνισης ανάπτυξης στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Ενωσης με τη μεταφορά σημαντικών πόρων από τη Νότια στη Βόρεια Ευρώπη, είτε διαμέσου της εξόφλησης των δανείων είτε διαμέσου της δανειακής κατανάλωσης προϊόντων και υπηρεσιών που ο Νότος εισάγει από τον Βορρά.

Από την άποψη αυτή, είναι χαρακτηριστικό ότι η ελληνική οικονομία σήμερα παράγει μόνο το 27% των προϊόντων που καταναλώνει. Επομένως, κεντρικός στόχος του προγράμματος της εσωτερικής υποτίμησης είναι η μείωση του ελλείμματος του εμπορικού ισοζυγίου διαμέσου της βελτίωσης του επιπέδου ανταγωνιστικότητας των ελληνικών προϊόντων με τη μείωση του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος (μείωση μισθών και συντάξεων και κατάργηση των συλλογικών διαπραγματεύσεων και των συλλογικών συμβάσεων εργασίας κ.λπ.).

Ομως, η μείωση του μοναδιαίου κόστους εργασίας στην Ελλάδα κατά 19,2% έναντι του 2009 και η πλήρης απαξίωση της εργασίας δεν συνοδεύτηκαν από την αύξηση των εξαγωγών, με αποτέλεσμα η θετική συμβολή του εξωτερικού εμπορίου της χώρας στη διαμόρφωση του ΑΕΠ να οφείλεται σχεδόν αποκλειστικά στη μείωση των εισαγωγών, η οποία με τη σειρά της οφείλεται στη δραστική περιστολή της εσωτερικής ζήτησης –καταναλωτικής και επενδυτικής (ΙΝΕ/ΓΣΕΕ, 2013).

Ετσι, η αποτυχία επίτευξης του κεντρικού στόχου του προγράμματος της εσωτερικής υποτίμησης, η οποία συνιστά θεμελιώδες στοιχείο της κρίσης ανάσχεσης της κρίσης στην Ελλάδα, εκτός από τα «ολιστικά πλήγματα» που επέφερε στην εργασία, μετέτρεψε την κρίση των ελλειμμάτων του κρατικού προϋπολογισμού και την κρίση χρέους της χώρας σε κρίση της πραγματικής οικονομίας και κοινωνίας, διεύρυνε το κοινωνικό κόστος παραμονής στην κρίση, παρέτεινε την τεχνολογική, καινοτομική, οργανωτική και ποιοτική απαξίωση της παραγωγικής βάσης της ελληνικής οικονομίας διατηρώντας ταυτόχρονα τον «παραγωγικό» προσανατολισμό της στους τομείς του τουρισμού, των κατασκευών και των υπηρεσιών. Το αποτέλεσμα είναι η άμεση δημιουργία συνθηκών παραγωγικής καθίζησης (μείωση επενδύσεων παγίου κεφαλαίου 64,8% 2008-2013, αύξηση της ανεργίας κ.λπ.).

Με άλλα λόγια, προκλήθηκε σε ανησυχητικό επίπεδο η καθίζηση της προσφοράς και η απαξίωση, κατ’ αυτόν τον τρόπο, ακόμη και του κεντρικού στρατηγικού στόχου της ασκούμενης πολιτικής της εσωτερικής υποτίμησης. Κατά συνέπεια, η ελληνική οικονομία βρίσκεται σε διαδικασία αποεπένδυσης (8,5% του ΑΕΠ, δεδομένου του εξαιρετικά χαμηλού ποσοστού επενδύσεων 13,2% του ΑΕΠ το 2012 και του υψηλού επιπέδου των αποσβέσεων 21% του ΑΕΠ, Π. Θωμόπουλος, 2013), με σημαντικές απώλειες του παραγωγικού της δυναμικού που την οδηγούν εγκλωβισμένη σε μια ανατροφοδοτούμενη διαδικασία ύφεσης, με αποτέλεσμα η στόχευση της δημοσιονομικής της προσαρμογής να καθίσταται εξαιρετικά βραδεία, επίπονη και αναποτελεσματική, επειδή ακριβώς μεταλλάσσεται σε οικονομικό και κοινωνικό σχηματισμό πλήρους υποβάθμισης των επενδύσεων, της παραγωγής και της εργασίας.

Οι εξελίξεις αυτές αποδεικνύουν με τον πιο σαφή και εύληπτο τρόπο ότι η ασκούμενη πολιτική της εσωτερικής υποτίμησης στην Ελλάδα, που στόχευε στην αύξηση των εξαγωγών και στην ανάκαμψη της οικονομίας, με τον αναπροσανατολισμό της από την εσωτερική στη διεθνή οικονομία έχει αποτύχει, με αποτέλεσμα να έχει εκκολαφθεί στο εσωτερικό της πολιτικής της εσωτερικής υποτίμησης η κρίση της αντιμετώπισης της κρίσης στη χώρας μας, με ό,τι αυτό αρνητικά συνεπάγεται για το βιοτικό επίπεδο των ελλήνων πολιτών. Κατά συνέπεια, αναδεικνύεται με τον πιο επιτακτικό τρόπο η άρση της αντίφασης που συνίσταται στην κρίση της κρίσης καθώς και η αλλαγή πλεύσης της ελληνικής οικονομίας από την παραγωγική, επενδυτική και κοινωνική καθίζηση στη δημοσιονομική ανασύσταση, παραγωγική και κοινωνική ανασυγκρότηση.

Ο Σάββας Γ. Ρομπόλης είναι καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και επιστημονικός διευθυντής του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ