Οπως διεξάγεται η δημόσια συζήτηση εντός της χώρας μας, έντονα πάλι και διεθνώς, για τα «λάθη» που διαπράχθηκαν στη δημοσιονομική και οικονομική προσαρμογή της Ελλάδας, λίγο μας βοηθάει να καταλάβουμε ολοκληρωμένα τι πραγματικά πήγε στραβά τριάμισι χρόνια τώρα. Ούτως ώστε, και αυτό είναι το σημαντικό, να δούμε πώς μπορούμε να πορευτούμε καλύτερα εφεξής.

Το γεγονός ότι η ελληνική οικονομία παραμένει σε βαθιά ύφεση με τρομακτικά υψηλή ανεργία, διαψεύδοντας τις προβλέψεις εκείνων που υπαγόρευσαν το πρόγραμμα προσαρμογής και παρακολουθούσαν την υλοποίησή του, της τρόικας δηλαδή, επέβαλε προφανώς μιαν αυτοκριτική εκ μέρους τους. Με ζέση ανέλαβε να την ασκήσει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο –σε ολοένα οξύτερη αντιπαράθεση με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, το Eurogroup και, ιδίως, τη γερμανική κυβέρνηση. Αρχισε αναγνωρίζοντας ότι έσφαλε στην αρχική εκτίμησή του για τους δημοσιονομικούς πολλαπλασιαστές, με αποτέλεσμα οι περικοπές δαπανών και οι αυξήσεις φόρων που επιβλήθηκαν να έχουν μεγαλύτερη μειωτική επίπτωση στο ΑΕΠ από όση αναμενόταν. Αλλά το συγκεκριμένο λάθος μικρό μέρος του προβλήματος εξηγεί. Η κριτική του ΔΝΤ εστιάζεται προπάντων στην καθυστερημένη, κατά την άποψή του, ανεπαρκή περικοπή του ελληνικού χρέους, με την υπόδειξη προς την Ευρώπη να προχωρήσει σε νέα. Εδώ όμως σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να γίνει λόγος για «λάθος».

Η αναδιάρθρωση –ή μη –του ελληνικού χρέους σχετιζόταν εξαρχής με αντιτιθέμενα συμφέροντα: τραπεζών και κεφαλαίων, εντός και εκτός Ευρώπης, όσων είχαν δανείσει το ελληνικό Δημόσιο∙ των κρατών της ευρωζώνης με τις πολιτικές τους δυνάμεις∙ οπωσδήποτε, ξεχωριστά, των ελληνικών τραπεζών και ασφαλιστικών φορέων, καθώς κατείχαν μεγάλο όγκο αυτού του χρέους. Σχετιζόταν με τον επιμερισμό του κόστους για την εξυγίανση της ελληνικής οικονομίας μεταξύ όλων αυτών. Το κόστος αύξησε η μακρά αβεβαιότητα, η διαρκώς επανερχόμενη, με καθοριστικό τον ρόλο του ΔΝΤ, άστοχη συζήτηση γύρω από τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους. Ενα μεγάλο χρέος μπορεί να είναι βιώσιμο εφόσον δημιουργείται μεγέθυνση ικανή να χρηματοδοτεί τους τόκους και, φυσικά, πάψουν να του προστίθενται νέα ελλείμματα. Οχι όμως όταν κάθε χρόνο το ΑΕΠ συρρικνώνεται. Στη συνέχιση της ύφεσης συνέτεινε η όλη αβεβαιότητα και, εντέλει, οι επιπτώσεις του PSI, στραγγίζοντας ρευστότητα από την οικονομία, μειώνοντας δραματικά τους χρηματοδοτικούς πόρους. Μένει να δούμε με την ανακεφαλαιοποίηση επιτέλους των τραπεζών αν αυτή η φάση θα κλείσει.

Στη σύγκρουση μεγάλων οικονομικών και πολιτικών συμφερόντων γύρω από το ελληνικό πρόβλημα, όπως και για τις απαιτούμενες ευρύτερες ευρωπαϊκές λύσεις, περιορισμένες δυνατότητες είχε να παρέμβει μια ελληνική κυβέρνηση, μικρή ήταν η διαπραγματευτική της δύναμη. Αναγκαστικά υποστήκαμε έτσι τις αρνητικές συνέπειές τους. Ομως δεν αρμόζει σε αυτές μόνο να αποδίδουμε την παρούσα κατάσταση. Αν πάρουμε ως δεδομένη τη διάσωση από τη χρεοκοπία με τους όρους που μας επιβλήθηκαν, υπήρχαν πολύ ουσιαστικά πράγματα που όφειλαν να κάνουν οι πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις του τόπου. Πριν απ’ όλα, να εκπονήσουν ένα εθνικό σχέδιο για την ανασυγκρότηση της οικονομίας πάνω σε δύο άξονες: τη στήριξη και τη διεύρυνση κάθε ανταγωνιστικά βιώσιμης παραγωγικής δραστηριότητας. Και την κατανομή των μειούμενων διαθέσιμων πόρων με τρόπο που να διασφαλίζει την κάλυψη βασικών κοινωνικών αναγκών και την προστασία των ασθενέστερων. Προϋπόθεση θα ήταν, βέβαια, να συμφωνηθεί μια ιεράρχηση αναγκών και στόχων. Σε μια τέτοια περίπτωση, θα μπορούσε να αξιοποιηθεί η μικρή διαπραγματευτική δύναμη της χώρας απέναντι στην τρόικα, αντί να τρέχουμε πότε για άδειες φορτηγών, πότε για απαλλαγές αγροτών, πότε για τον ΦΠΑ στην εστίαση. Αλλά, προπάντων, ένα σχέδιο που θα εξηγούσε και ειλικρινά θα αναγνώριζε το κόστος της αναπότρεπτης προσαρμογής, επιχειρώντας να το κατανείμει δικαιότερα και ανοίγοντας μια προοπτική ελπίδας, θα μπορούσε να κερδίσει τη στήριξη πολλών πολιτών, να τους κινητοποιήσει. Οχι πως θα γλιτώναμε αυξήσεις φόρων, περικοπές μισθών και συντάξεων, απολύσεις. Δεν θα φαίνονταν όμως απελπιστικά μάταιες, δεν θα προκαλούσαν τόση οργή αφήνοντας αλώβητους μερικούς μεγάλους και κάθε λογής «ημετέρους».

Στο καθήκον αυτό οι διαδοχικές κυβερνήσεις των Μνημονίων δεν ανταποκρίθηκαν. Ποιος περιμένει τέτοιες πρωτοβουλίες από την τελευταία που ορκίστηκε προχθές, χωρίς μάλιστα τη συμμετοχή της Δημοκρατικής Αριστεράς; Χρειάζεται να αναληφθούν όμως, η ανάγκη υπερβαίνει την όποια κυβέρνηση.