Αμφισβητείται η ηγεσία Ερντογάν από τις διαδηλώσεις και τα γεγονότα που λαμβάνουν χώρα αυτές τις ημέρες στην Τουρκία; Πώς πρέπει να αξιολογηθούν από τη δυτική κοινή γνώμη;

Οσα συμβαίνουν στην Τουρκία αποτελούν συμπτώματα της δύσκολης διαδικασίας μετάβασης προς ένα δημοκρατικό καθεστώς, αλλά και κρίσης νομιμοποίησης των πολιτικών στόχων που πρεσβεύει η ηγεσία του τούρκου Πρωθυπουργού. Σε κάθε περίπτωση, το είδος του εκδημοκρατισμού που επιχειρείται και τα προβλήματα που προκύπτουν δεν έχουν αντιστοιχία με αυτά άλλων ευρωπαϊκών κρατών.

Δεν υπάρχει σε καμία ευρωπαϊκή χώρα μια κυρίαρχη ιδεολογία αντίστοιχη του κεμαλισμού, η οποία συντηρείται με ισχυρά θεσμικά και κοινωνικά μέσα. Στο όνομά της o Στρατός σε ρόλο θεματοφύλακα προέβη σε τέσσερα πραξικοπήματα, με τελευταίο αυτό του 1997. Ο Μουσταφά Κεμάλ θεωρήθηκε ο πολιτικός πατέρας των Τούρκων (Aτατούρκ), αφού εγκαθίδρυσε το 1923 ένα σύγχρονο κράτος στηριγμένο στον ρεπουμπλικανισμό (και όχι στα κληρονομικά και μη αιρετά αξιώματα), τη λαϊκή κυριαρχία, την εκκοσμίκευση, τον κρατισμό, τον εθνικισμό και στην αναθεώρηση των παραδοσιακών αξιών.

Η ηγεσία Ερντογάν μπορεί δικαίως να χαρακτηριστεί μεταμορφωτική, γιατί πράγματι επέφερε μεταμορφωτικές αλλαγές στα θεμελιώδη του πολιτικού συστήματος για πρώτη φορά έπειτα από τον ιδρυτή Κεμάλ. Δεν πρέπει να μας διαφεύγουν οι προηγούμενες αποτυχημένες προσπάθειες όσων ασπάζονταν την Εθνική Αποψη (Milli Görüs) και ήταν υπέρμαχοι του ισλαμισμού, του αντιδυτικισμού και του εθνικισμού.

Ο Κεμάλ κατανόησε το πρόβλημα συγκρότησης κράτους πάνω στα ερείπια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με όρους καταστολής κάθε ενδεχόμενης παρέμβασης της θρησκείας στην πολιτική, καθώς και της αναβίωσης των εθνικών και θρησκευτικών μειονοτήτων.

Ο Ερντογάν, από την άλλη, κατανόησε το πρόβλημα μάλλον αντίστροφα, μέσω της καθιέρωσης ενός δημοκρατικού πλαισίου έκφρασης των θρησκευτικών ελευθεριών, τόσο της πλειοψηφίας όσο και των μειονοτήτων, όπως συμβαίνει στη σύγχρονη Ευρώπη. Πρόκειται πράγματι για σημαντική εξέλιξη αν αναλογιστούμε ότι η ισλαμική θρησκεία έχει κατ’ εξοχήν συλλογικούς και δημόσιους τρόπους έκφρασης που τη διαφοροποιούν από την αντίληψη της εσωτερίκευσης των θρησκευτικών πεποιθήσεων και το χαμηλό πλέον ποσοστό εκκλησιασμού που ισχύει σε μεγάλο μέρος της Ευρώπης.

Ακόμη, ο Ερντογάν είναι εξαιρετικός στη διαχείριση και στη διατήρηση της εξουσίας του, όπως προκύπτει από τις ισχυρότατες εκλογικές επιδόσεις του AKP, την επικράτησή του στα εσωκομματικά πράγματα, αλλά και στον τρόπο με τον οποίο αναμετρήθηκε με τον άλλο πόλο εξουσίας, τον Στρατό, και τη μεθόδευση των δικαστικών ενεργειών για τον έλεγχο της δράσης του. Καταλύτης για τα παραπάνω, όμως, υπήρξε το οικονομικό θαύμα που πέτυχε με τον τριπλασιασμό του ΑΕΠ και την αντιμετώπιση των χρόνιων προβλημάτων οικονομικής υστέρησης, τα οποία δεν κατάφεραν να επιλύσουν ούτε οι στρατοκρατούμενες κεμαλικές κυβερνήσεις. Τα οικονομικά επιτεύγματα εξηγούν την επιτυχία του Ερντογάν και, ταυτόχρονα, αποτελούν τον λόγο αποσταθεροποίησης της ηγεσίας του.

Κατά πρώτο λόγο, η ανάπτυξη προσέφερε πρωτόγνωρες ευκαιρίες κοινωνικής κινητικότητας, αλλά επέτεινε και τις κοινωνικές ανισότητες. Τα στρώματα που επωφελήθηκαν διεκδικούν νέου τύπου μετα-υλιστικά αιτήματα, ενώ όσοι αδικήθηκαν είναι δυσαρεστημένοι.

Κατά δεύτερο λόγο, η πολιτική και οικονομική επιτυχία οδήγησαν σε έναν μεγαλοϊδεατισμό, ο οποίος στο εσωτερικό επιδιώκει την καθιέρωση μιας sui generis συντηρητικής δημοκρατίας, στηριγμένης σε νέους θεσμούς αλλά και παραδοσιακούς κοινωνικούς κανόνες, και στο εξωτερικό έναν περιφερειακό ρόλο της Τουρκίας, δηλαδή μιας νεο-οθωμανικής ηγεμονίας στηριγμένης στη διπλωματική, στην οικονομική και την πολιτιστική ισχύ και επιρροή.

Δυστυχώς, ο τρόπος με τον οποίο ο Ερντογάν αντιμετώπισε τα νέα κινήματα επαναφέρει όψεις της κεμαλικής ιδεολογίας και του κρατικού αυταρχισμού. Πρέπει, ίσως, να γίνει κατανοητό ότι πιθανώς βρίσκεται στο κρίσιμο τρίστρατο της πολιτικής του διαδρομής στο οποίο, ως άλλος Οιδίπους, θα πρέπει να αποφύγει να γίνει πατροκτόνος και, τελικά, να πέσει ο ίδιος θύμα των επιλογών του. Μία συνετή επιλογή θα ήταν να κατανοήσει τα γεγονότα ως ένα στάδιο δοκιμασίας του εκδημοκρατισμού, το οποίο μπορεί να προσφέρει νέες δυνατότητες για θεσμικές καινοτομίες, δίχως να βιαστεί να αναμετρηθεί ιστορικά με εκείνον που κατοχύρωσε πρώτος το όνομα Aτατούρκ.

Ο Μάνος Παπάζογλου είναι λέκτορας Πολιτικών Συστημάτων στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου