Η υποδοχή της πρόσφατης «κριτικής» του ΔΝΤ για το Μνημόνιο από πλείστους διαμορφωτές της κοινής γνώμης (πολιτικούς, σχολιαστές, τεχνοκράτες) αποδεικνύει ότι δεν έχει γίνει κατανοητό το πρόβλημα που μας κατατρύχει. Ως γνωστόν, αν δεν καταλαβαίνεις ένα πρόβλημα, δεν μπορείς και να το λύσεις.

Αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους το 2010 θα έσπρωχνε, πιθανότατα, το ήδη ευρισκόμενο σε δεινή θέση τραπεζικό σύστημα της Ευρώπης στον γκρεμό, με αποτέλεσμα και τη διάλυση της ευρωζώνης και την ολική κατάρρευση της ελληνικής κοινωνίας. Η μέσω του ελληνικού Μνημονίου μεταφορά του συστημικού κινδύνου από τις ευρωπαϊκές τράπεζες στους ευρωπαίους φορολογουμένους (που είναι και οι μόνοι που δικαιούνται να διαμαρτύρονται) ήταν η μόνη εφικτή λύση. Ετσι, μαζί με τις τράπεζες, απέφυγε και η Ελλάδα μια ολική καταστροφή. Αυτά είναι λίγο-πολύ γνωστά. Το ΔΝΤ δεν απαίτησε αναδιάρθρωση του χρέους το 2010, γιατί θα ήταν παράλογο. Η τωρινή κριτική του, συνεπώς, περί «καθυστέρησης» δεν είναι μόνο «εκ των υστέρων». Είναι, επιπλέον, υποκριτική και προσχηματική.

Περισσότερο όμως υποκριτική και φαιδρή είναι η στάση όσων εγχωρίως δηλώνουν ότι «δικαιώθηκαν». Διότι όλοι αυτοί εμπίπτουν στις εξής δύο κατηγορίες: Σε όσους ισχυρίζονταν το 2010, με προπέτεια, ότι δημόσιο χρέος στο ύψος του 130% του ΑΕΠ (και «διπλά» ελλείμματα προϋπολογισμού και εξωτερικού ισοζυγίου έως 15%) δεν ήταν και τίποτε σπουδαίο και ότι η χώρα μπορούσε να προχωρήσει μόνη της στηριζόμενη στον βραχυχρόνιο δανεισμό! Και σε όσους χρησιμοποίησαν την ευρωπαϊκή συνδρομή για να διασώσουν την παρασιτική και φαυλόβια Ελλάδα που εκπροσωπούσαν. Συνθλίβοντας, αναπόδραστα, την έντιμη και παραγωγική. Εκτός από φαιδρή, όμως, η στάση των «δικαιωμένων» είναι και επικίνδυνη. Συνδράμει στην εμπέδωση μιας σχιζοφρενικής παραίσθησης: ότι για την κρίση ευθύνεται το Μνημόνιο, ότι η χώρα πάσχει γιατί οι εταίροι της τη βλάπτουν με τα σφάλματά τους και απομυζούν τον πλούτο της και ότι η σωτηρία βρίσκεται σε κάθε είδους «διεκδίκηση» για να μεταστραφούν οι «δήμιοί» μας, ως σύγχρονοι Σαούλ, και να ανοίξουν ξανά τους κρουνούς των παροχών.

Ο μέσος έλληνας πολίτης θεωρεί –γιατί έτσι του λένε –ότι επιβαρύνθηκε 73 δισ. ευρώ στο πρώτο πρόγραμμα για να πληρωθούν οι ξένες τράπεζες. Δεν του λένε, βεβαίως, ότι στη συνέχεια μέσω της αναδιάρθρωσης και της «επιμήκυνσης» ένα ανάλογο ποσό διαγράφηκε, ώστε συμψηφιστικά το πρώτο δάνειο ουσιαστικά έπαψε να υφίσταται. Ομοίως, οι «δικαιωμένοι» παραλείπουν να διευκρινίσουν σχετικά με το, κατά κάποιους εξ αυτών, επικατάρατο PSI ότι (με εξαίρεση τους ιδιώτες ομολογιούχους, που πράγματι δικαιούνται να διαμαρτύρονται) οι μεν ελληνικές τράπεζες και τα ασφαλιστικά ταμεία θα αποζημιωθούν μέσω της ανακεφαλαιοποίησης και των ενισχύσεων, ενώ οι ξένοι έχασαν οριστικά τα κεφάλαιά τους. Και θα χάσουν ακόμη περισσότερα στη νέα αναδιάρθρωση, την οποία ορθώς τώρα και προς όφελός μας προωθεί το ΔΝΤ. Ασήμαντη, επίσης, λεπτομέρεια που παραβλέπουν είναι ότι, εάν δεν είχε υπάρξει η απόφαση για κούρεμα και ανακεφαλαιοποίηση, δεν θα υπήρχε σήμερα «χώρος» για ανάπτυξη του επιχειρήματος να αφαιρεθεί τελικά το ποσό τής ανακεφαλαιοποίησης από το δημόσιο χρέος και να θεωρηθεί απευθείας δανεισμός του ESM προς τις τράπεζες. Φυσικά, αν αυτό συμβεί, όπως και θα πρέπει, θα δηλώνουν και πάλι «δικαιωμένοι».

Οι ίδιοι λησμονούν, επίσης, να θυμίσουν στον πολίτη ότι τα τοκοχρεολύσια που καταβάλλει σήμερα ως φορολογούμενος αφορούν κατεξοχήν δάνεια που με τις ευλογίες όλων των «δικαιωμένων», συμπολιτευομένων και αντιπολιτευομένων, συνήφθησαν αφρόνως και ολεθρίως πριν από το 2010 και όχι για τα δύο μνημονιακά δάνεια των 220 δισ. ευρώ. Από αυτά, για το μεγαλύτερο μέρος που προέρχεται από το EFSF δεν πλήρωσε και για τα επόμενα δέκα χρόνια δεν θα πληρώσει ούτε ευρώ, ενώ για το υπόλοιπο μικρό μέρος που αφορά διμερή δανεισμό πληρώνει ένα συμβολικό επιτόκιο, πολύ μικρότερο αυτού που καταβάλλουν οι δανειστές του. Οπως, επίσης, δεν του θυμίζουν ότι με διάφορους τρόπους (δανεισμός, διαγραφή χρέους, τροφοδοσία των τραπεζών από την ΕΚΤ) η Ευρώπη, έστω κινούμενη από ιδιοτελή κίνητρα, έχει διαθέσει για εμάς ένα κολοσσιαίο ποσό που πλησιάζει τα 400 δισ. ευρώ. Χωρίς όμως να έχουμε δει σωτηρία.

Και ο λόγος που δεν έχουμε δει –και δεν θα δούμε, ακόμη και αν τα 400 δισ. γίνουν 800 δισ. –είναι γιατί η κρίση δεν είναι εξωγενής και δεν την προκάλεσε το Μνημόνιο ή τα «λάθη» και η επιβουλή των ξένων για τα πλούτη μας. Η κρίση είναι ενδογενής. Προήλθε από την επί σειρά ετών δημιουργηθείσα, με ευθύνη των πάσης φύσεως «δικαιωμένων», διαρθρωτική κατάρρευση του παραγωγικού μας ιστού. Γι’ αυτό και θα ήταν αναπόφευκτη ακόμη και αν η διεθνής οικονομία ανθούσε συνεχώς και αενάως. Το ζητούμενο, άρα, είναι η εκ των έσω παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας, όχι η καταφυγή σε μυθοπλασίες και «δικαιώσεις».

Εμείς κρατάμε το κλειδί της λύσης, όχι οι άλλοι. Η έξοδος από την κρίση μπορεί να προέλθει μόνο ως προϊόν ενδογενών ριζοσπαστικών αλλαγών και δραστικών μετασχηματισμών που, όμως, δεν βλέπουμε να προωθούνται. Ούτε καν τα ελάχιστα προαπαιτούμενά τους: η κατάργηση του κομματικού κράτους, η απελευθέρωση των αγορών και η καταπολέμηση των καρτέλ, η διαχείριση της ανεργίας και ως κοινωνικού προβλήματος, η μέριμνα αποφυγής του στραγγαλισμού των παραγωγικών επιχειρήσεων, ο περιορισμός της φορολογικής αδικίας. Αντ’ αυτών, λαοκράτες και φασίστες, εθνομηδενιστές και εθνοπριαπιστές, μνημονιακοί και αντιμνημονιακοί, επειδή αδυνατούν να δουν το πρόβλημα –πόσω μάλλον να προτείνουν λύσεις -, βρίσκουν καταφύγιο σε μια βολική μυθολογία περί των ξένων, είτε ως σωτήρων είτε ως καταστροφέων, ενώ στην πραγματικότητα και το πρόβλημα και η εν δυνάμει λύση του είμαστε εμείς οι ίδιοι και μόνο.

Ο Κωνσταντίνος Γάτσιος είναι πρύτανης στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Ο Δημήτρης Α. Ιωάννου είναι οικονομολόγος