Από μικρή στις πορείες και στους κοινωνικούς αγώνες, η Αννα, πνεύμα ανήσυχο, δημιουργικό αλλά και ευαίσθητο, με πρότυπο τη Μελίνα Μερκούρη, είχε αφοσιωθεί στην οργάνωση δράσεων για τους μετανάστες, το περιβάλλον, τον πολιτισμό. Λογικό ήταν μεγαλώνοντας να αναπτύξει έντονη κοινωνική και πολιτική δράση, γι’ αυτό κι έγινε νομαρχιακή γραμματέας Νεολαίας στη Σπάρτη, την πόλη καταγωγής της. Από την άλλη, οι καλλιτεχνικές της ανησυχίες την έκαναν να ασχοληθεί και με το θέατρο. Σπούδασε υποκριτική και σκηνοθεσία θεάτρου στην Αθήνα, ενώ έχει δημιουργήσει εδώ και επτά χρόνια το πρώτο θεατρικό – καλλιτεχνικό εργαστήρι παιδιών και ενηλίκων στην ιδιαίτερη πατρίδα της.
Την εποχή που γνωρίστηκαν με τον Γιώργο, ο χρόνος της μοιραζόταν μεταξύ της θεατρικής της σχολής και του δήμου, όπου είχε αναλάβει τα πολιτιστικά. Στο διάλειμμα κάποιου δημοτικού συμβουλίου, μια κοινή φίλη τής γνώρισε τον Γιώργο. Τη γοήτευσε αμέσως, ιδιαίτερα ο τρόπος που εκφραζόταν. Σωστή χρήση του λόγου αλλά και πολύ αρρενωπός στην εμφάνιση. Το κλικ έγινε όταν εκείνος άρχισε να περιγράφει την προσπάθειά του να βγάλει φωτογραφίες σε ένα βυζαντινό εκκλησάκι δύσβατης περιοχής για την έκθεση της λέσχης φωτογραφίας της οποίας είναι μέλος. Γοητευμένος και εκείνος συζητούσε με την όμορφη, ξανθιά παρουσιάστρια του Σπαρτάθλου. Τρεις μήνες πριν, ο Γιώργος φωτογράφιζε το Σπάρταθλον, αλλά δεν είχε τότε συναντήσει την Αννα.
Η επόμενη συνάντηση έγινε ύστερα από δύο εβδομάδες, όταν την προσκάλεσε στο Ξηροκάμπι, λίγα χιλιόμετρα έξω από τη Σπάρτη, κάτω από τον ίσκιο της πυραμίδας του Ταϋγέτου. Εκεί ο Γιώργος άνοιξε το φαρμακείο του όταν αποφάσισε να επιστρέψει και να εγκατασταθεί μόνιμα στον τόπο του, αφού είχε προηγουμένως ζήσει και εργαστεί στην Ιταλία. Η Αννα δέχτηκε την πρόσκληση και πήγε στο Ξηροκάμπι. Εκείνος την ξενάγησε στο θέατρο και στο ποτάμι, άρχισαν να συζητούν για την τέχνη, την πολιτική, την Ιταλία. Δύο ημέρες αργότερα, την πήγε για τάνγκο. Λίγο η μουσική, ένα άγγιγμα, ένα βλέμμα και άλλη μια πρόσκληση, αυτή τη φορά για το αγαπημένο του χόμπι, τη φωτογραφία.
«Αύριο θα φωτογραφίσω την Πλούμιτσα. Θέλεις να γίνεις βοηθός μου;», της είπε. Ετσι βρέθηκε κι εκείνη με μια μηχανή στο χέρι, πάνω σ’ ένα ύψωμα με τρία σπιτάκια, ένα θεατράκι και ένα εκκλησάκι. Εκαναν κούνια και αγνάντευαν τον μεγαλοπρεπή Ταΰγετο και τον κόλπο της Λακωνίας. Κάπως έτσι άρχισε η σχέση τους.
«Είναι άνθρωπος ήπιων τόνων, πνευματώδης, εσωστρεφής, μια ήρεμη δύναμη που με κάνει να βρίσκω τις ισορροπίες μου. Αφοσιωμένος στην πολύωρη εργασία του, φορτίζει τις μπαταρίες του με εκδρομές για φωτογράφιση και τις μιλόνγκες, τις βραδιές τάνγκο δηλαδή», λέει η Αννα.
Κάθε μέρα που περνούσε, ο θαυμασμός τού ενός για τον άλλο όλο και μεγάλωνε. Εκείνος λατρεύει τον ρομαντισμό και την ευαισθησία της, που συνυπάρχουν με τον δυναμισμό και τον ρεαλισμό της. Εκείνη, τις εμπεριστατωμένες θέσεις του για όλα, ακόμα και όταν διαφωνεί με αυτές. Της αρέσει που είναι μέσα στη ζωή και δεν είναι «αποστειρωμένος».
Επτά μήνες αργότερα, αδιαφορώντας για τα μικροαστικά, ρομαντικά κλισέ, τον ρώτησε: «Τι θα έλεγες να παντρευτούμε τον χειμώνα;». Και με ένα φιλί, τόσο απλά, της απάντησε «ναι».
Η Αννα έβγαλε όλη τη δημιουργική της πλευρά στην οργάνωση του γάμου. Φρόντισε κάθε λεπτομέρεια, ώστε ο γάμος τους να είναι σαν το ανέβασμα μιας παράστασης. Σκηνοθεσία, σκηνικό, ενδυματολογία και μουσική. Και φυσικά στους πρωταγωνιστικούς ρόλους, η ίδια και ο Γιώργος.
Εμπνευσή της, η βικτωριανή εποχή, η Αννα Καρένινα, το ιβουάρ και το χρυσό χρώμα. Τα προσκλητήρια ήταν ένα χειροποίητο βιβλίο από ιβουάρ δαντέλα και στο εξώφυλλο είχαν χρυσοτυπία με τα αρχικά τους. Οι μπομπονιέρες τους ήταν ένα περιστέρι σε κουτί επίσης ιβουάρ με χρυσή κορδέλα.
Το σκηνικό ήταν ο επιβλητικός και μυσταγωγικός ιερός ναός του Αγ. Διονυσίου του Αρεοπαγίτου στο Κολωνάκι, ενώ απαραίτητη ήταν και η χορωδία που προσέδιδε λαμπρότητα στο μυστήριο. Η νύφη έφτασε στην εκκλησία με μια vintage Mercedes του 1935 σε χρώμα κόκκινο – μαύρο. Το νυφικό της ήταν σε στυλ βικτωριανής εποχής. Το σύνολο συμπλήρωναν τα πράσινα – χρυσά μποτάκια αλλά και το βέλο με φτερά. «Η ανθοδέσμη ήταν σκέτη έμπνευση. Μια λευκή βεντάλια με ορχιδέες», θυμάται η Αννα. Κουμπάρος τους ήταν ο γιατρός Μάριος Τζωρτζάκης. «Πρότυπο ανθρωπισμού, έμφυτης ευγένειας, συναγωνιστής και συνεργάτης στο κόμμα και στον δήμο, μελετητής της Ιστορίας και αιώνιος έφηβος», συμπληρώνει το ζευγάρι.
Η δεξίωση έγινε σε γνωστό ξενοδοχείο στο Σύνταγμα, με τη μαγευτική θέα της φωταγωγημένης Ακρόπολης από τον έβδομο όροφο, που ενθουσίασε τους εκατό προσκεκλημένους τους. Φωτογράφος ήταν ο Δημήτρης Βλάικος. Κλασική αριστοκρατική διακόσμηση, με έπιπλα-αντίκες, πολυελαίους Μουράνο, λευκές ορχιδέες, ορτανσίες, πασχαλιές και φρέζες. Η μουσική από τζαζ, σουίνγκ, ντίσκο μέχρι και ζωντανή παραδοσιακή.
Η Αννα τραγούδησε στον γαμπρό το «Θέλω κοντά σου να μείνω» που συγκίνησε τον κόσμο. Το τραγούδι-έκπληξη όμως ήταν από την αδελφή της, το «Θα τον μεθύσουμε τον ήλιο», αμέσως μετά το ζεϊμπέκικο της νύφης που έκανε όλους να χορεύουν μέχρι το πρωί. Κάπου εκεί, όταν ο αττικός ήλιος έκανε την εμφάνισή του, γεμάτοι από συναισθήματα αγάπης, κοίταξαν απ’ το μπαλκόνι την καινούργια ημέρα. Τότε ακούστηκε γλυκά η φωνή του Γιώργου: «Αγάπη μου, στην αγκαλιά μου, την αιωνιότητα της Ακρόπολης κοίτα και όχι τη Βουλή!».