Ευελπιστούμε πως η μετά το Μνημόνιο Ελλάδα θα είναι διαφορετική χώρα. Στο θετικό σενάριο της επίτευξης των στόχων και έπειτα από μια μακρά, πολιτικά ασταθή και κοινωνικά επώδυνη διαδικασία βίαιης προσαρμογής, το τρένο της ελληνικής οικονομίας θα έχει μπει στις ράγες της δημοσιονομικής υπευθυνότητας και της οικονομικής βιωσιμότητας.

Ταυτόχρονα όμως, η μετάβαση σε ένα διαφορετικό οικονομικο-πολιτικό «παράδειγμα» λειτουργίας θα έχει αφήσει ανοιχτές πληγές στο κοινωνικό σώμα, η επούλωση των οποίων είναι ηθικά επιθυμητή, κοινωνικά αναγκαία και πολιτικά επιβεβλημένη προκειμένου να αποτραπεί η επέλαση των πολιτικών άκρων και του επιθετικού λαϊκισμού, που ψαρεύουν στα θολά νερά της (δικαιολογημένης) ανασφάλειας των πολιτών.

Τα πολιτικά κόμματα, αντί να ερίζουν μονότονα στο κουραστικό παιχνίδι της απόδοσης ευθυνών και της μίζερης και απολίτικης υποτιθέμενης αυτοδικαίωσής τους και αντί να υπόσχονται αβέβαια οφέλη παραπέμποντας στο (άδηλο) μέλλον, οφείλουν άμεσα να διαμορφώσουν ένα πλαίσιο διαχείρισης της επόμενης μέρας που θα πηγαίνει από σήμερα πέρα από το Μνημόνιο. Οι πολιτικές δυνάμεις που επιθυμούν να εξυπηρετήσουν το δημόσιο συμφέρον δημιουργώντας και όχι γκρινιάζοντας ή αυτοεπαινούμενες πρέπει να κινηθούν σε τρεις κύριους άξονες:

Πρώτον, να διευκολύνουν την κοινωνική κινητικότητα ώστε ευρύτατα κοινωνικά στρώματα να επωφεληθούν από την εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων. Σήμερα και έπειτα από τη σκληρή δοκιμασία που περνά ο τόπος, σε καμία περίπτωση δεν επιτρέπεται να αναπαράγονται οποιουδήποτε είδους θεσμικά κατοχυρωμένες ανισότητες στις αγορές, στη δημόσια διοίκηση, στην πρόσβαση στις κοινωνικές υπηρεσίες.

Δεύτερον, να διασφαλίσουν επαρκή κοινωνική προστασία στους «χαμένους» των μεγάλων αλλαγών και σε όσους αποτυγχάνουν να ανταποκριθούν επιτυχώς στο σύγχρονο ανταγωνιστικό περιβάλλον. Ο οικονομικά αναποτελεσματικός και κοινωνικά άδικος χαρακτήρας της στρεβλής οικοδόμησης του κοινωνικού μας κράτους έγινε ολοφάνερος από την αποτυχία του να ανταποκριθεί στις ειδικές συνθήκες της κρίσης. Πυρήνας ενός σύγχρονου και αποτελεσματικού συστήματος κοινωνικής προστασίας πρέπει να είναι η ανάπτυξη ενός «διχτυού ασφαλείας»: μέσα από την παροχή ποιοτικών κοινωνικών υπηρεσιών κυρίως στους τομείς της υγείας και της παιδείας, με βασικές υπηρεσίες για όλους (και ιδίως για παιδιά και ηλικιωμένους), με εισοδηματική στήριξη των φτωχών και των ανέργων, καθώς και με ενεργητικές πολιτικές απασχόλησης που να βοηθούν στη δημιουργία ασφαλών και καλά αμειβόμενων θέσεων εργασίας σε μια δυναμική και εξωστρεφή οικονομία.

Τρίτον, να επεξεργαστούν και να υλοποιήσουν έναν νέο ρόλο για το κράτος. Στην Ελλάδα της επόμενης μέρας το νέο κράτος δεν θα θυμίζει τίποτα από τις παλαιές «αρχές» του κομματισμού και των πελατειακών προσβάσεων, οι οποίες κυριάρχησαν, περισσότερο ή λιγότερο, καθ’ όλη τη διάρκεια της μεταπολίτευσης και οδήγησαν στα σημερινά θλιβερά αποτελέσματα. Και βέβαια, κανένα σύγχρονο κοινωνικό κράτος δεν μπορεί να επιβιώσει στη βάση του γραφειοκρατικού γιγαντισμού και της οικονομικής αναποτελεσματικότητας. Δεν μπορεί όμως επίσης, με το πρόσχημα του εξορθολογισμού της λειτουργίας του, το κράτος να απουσιάζει εκκωφαντικά από τον προνομιακό του χώρο ως εγγυητής των επιταγών του κοινωνικού συμβολαίου. Ακόμη και στις σημερινές εξαιρετικές συνθήκες της δραματικής περιστολής των δαπανών, υπάρχουν περιθώρια για την προώθηση δημόσιων πολιτικών στο πλαίσιο εφαρμογής μιας «προοδευτικής εγκράτειας» που διακρίνει ανάμεσα σε παραγωγικές και μη παραγωγικές δημόσιες δαπάνες.

Η τήρηση των μνημονιακών υποχρεώσεων της χώρας από τους κυβερνητικούς εταίρους μέσα στο εξαιρετικά ασταθές εσωτερικό πολιτικό περιβάλλον είναι πραγματικά τιτάνιο έργο, το οποίο πρόθυμα αναγνωρίζουμε. Ωστόσο, η παρουσία των προοδευτικών αριστερών, σοσιαλδημοκρατικών και φιλελεύθερων πολιτικών δυνάμεων του τόπου δεν μπορεί και δεν πρέπει να εξαντληθεί σε αυτό. Δεν αρκεί το πολιτικό σύστημα να επιβιώσει, ουσιαστικά ισορροπώντας σε ένα κατώτερο επίπεδο. Και δεν πρέπει να επιβιώσουν εκείνες οι πρακτικές και οι νοοτροπίες που προκάλεσαν τη σημερινή τραγωδία. Είναι επιτακτική αναγκαιότητα οι σχεδιασμοί για την Ελλάδα της επόμενης μέρας να αποκτήσουν πολιτικό περιεχόμενο. Μακράν της πολιτικής δεν υπάρχουν πολιτικά κόμματα, μόνο χρυσαυγίτες. Σε αυτά ελπίζουμε. Εσείς;

Ο Μάνος Ματσαγγάνης είναι αναπληρωτής καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Ο Γιώργος Σιακαντάρης είναι επιστημονικός διευθυντής του ΙΣΤΑΜΕ. Ο Δημήτρης Σκάλκος είναι αναπληρωτής επιστημονικός διευθυντής του Φόρουμ για την Ελλάδα