Συμπληρώνονται πενήντα χρόνια (1963) από τον θάνατο της τραγουδίστριας Εντίτ Πιαφ και του θεατρικού συγγραφέα, πεζογράφου, σκηνοθέτη, σεναριογράφου, ποιητή, ακόμη και ζωγράφου και ακαδημαϊκού Ζαν Κοκτό. Φίλοι στενοί, η Πιαφ με τον Κοκτώ πέθαναν την ίδια ακριβώς ημέρα και η είδηση του θανάτου τους τροφοδότησε παγκοσμίως το καλλιτεχνικό ρεπορτάζ και το παρακαλλιτεχνικό κουτσομπολιό.

Δεν υπήρξαν μόνο διάσημοι ως καλλιτέχνες, αλλά η ζωή τους στάθηκε κάτι περισσότερο από εκκεντρική και προκλητική, της Πιαφ με τους έρωτές της με πολύ νεότερούς της άντρες, όπως ακριβώς άλλωστε και του Κοκτό, ενώ δεν δίσταζαν και οι δύο τους να δημοσιοποιούν τους έρωτες αυτούς. Υπάρχει μάλιστα ακατάγραφη μια σπαρταριστή περιγραφή του Γιάννη Τσαρούχη, όταν στα μέσα της δεκαετίας του ’50 κατεβαίνει με τρεις φίλους του στο Αεροδρόμιο του Ελληνικού προκειμένου να παραλάβουν τον γάλλο ακαδημαϊκό.

ΠΕΝΗΝΤΑ ΧΡΟΝΙΑ μετά τον θάνατό τους τα τραγούδια της Πιαφ εξακολουθούν να ακούγονται με την ίδια λατρεία ακόμα, το έργο όμως του Κοκτό (αν και η μνήμη του παραμένει ολοζώντανη) όλο και λιγότερο διαβάζεται και παίζεται. Δεν έχει καμιά σημασία. Οταν τον μαθαίναμε παιδιά, το 1963, και εξακολουθούμε, ηλικιωμένοι σήμερα, να τον μνημονεύουμε, αυτό σημαίνει μια λαμπρή επιβίωση.

Πάντως στη «βράση» του θανάτου τους ο δικός μας Φώτης Κόντογλου τους «τράβηξε» έναν αναβαλλόμενο στην εφημερίδα «Ελευθερία», οικτίροντας την ανθρωπότητα για τα χάλια της ώστε να θρηνεί για την απώλεια μιας πόρνης και ενός κίναιδου. Βέβαια δεν θα κριθεί ως συγγραφέας ο δημιουργός της «Πονεμένης Ρωμιοσύνης» επειδή έγραψε όσα έγραψε για την Πιαφ και τον Κοκτό (για άλλους πολύ πιο σπουδαίους έγραψε πολύ χειρότερα).

Θέλουμε απλώς να επισημάνουμε την ύπαρξη ενός συντηρητικού, σκοταδιστικού καλύτερα, πνεύματος που δέσποζε τη δεκαετία του ’60 και επιβιώνει λαμπρά ώς τις ημέρες μας. Μα πώς είναι δυνατόν να απονέμουμε ένα τόσο αρνητικό εύσημο στην εποχή μας, όταν ο καθένας μπορεί να δηλώνει απερίφραστα τις επιλογές του, ακόμα πιο ακραίες σε σχέση με την τόλμη της Πιαφ και του Κοκτό; Μην ξεγελιόμαστε χάρη σ’ ένα κλίμα που, αν και υποτίθεται ότι εκφράζει μια καθολική σχεδόν ελευθερία, στην πραγματικότητα θα το χαρακτήριζες συνοικιακά προκατειλημμένο. Οσο στις ιδιωτικές και στις δημόσιες συζητήσεις ο τόνος θα είναι ποιος πήγε με ποιαν ή ποιος πήγε με ποιον ή ποια πήγε με ποιαν προκειμένου να ρυθμιστεί ανάλογα ένα αίσθημα περιφρόνησης ώστε να συκοφαντηθούν άνθρωποι σε πανάξιες ιδιότητές τους, ο Κόντογλου θα ηχεί ως παιδική χαρά όσον αφορά στο μεσαιωνικό του πνεύμα.

ΔΕΝ ΑΠΟΚΛΕΙΕΤΑΙ (δεν θέλουμε να δικαιολογήσουμε τον Κόντογλου) να είχε διαβάσει τις ημερολογιακές σελίδες του Κοκτό, που είχαν δημοσιευτεί δέκα χρόνια πριν, για την Ελλάδα. Σελίδες στις οποίες ο δημιουργός των «Τρομερών παιδιών» περνούσε γενεές δεκατέσσερις την Ελλάδα της δεκαετίας του ’50.

Δεν είναι γιατί πραγματικά είχε δυσαρεστηθεί αλλά γιατί, όπως έγινε αργότερα γνωστό, ένας εκπάγλου καλλονής φύλακας μουσείου στη Νότια Ελλάδα δεν είχε ενδώσει στις προτάσεις του. Το ότι ο Κόντογλου δεν ήταν μόνο ο σκοταδιστής που καταδίκαζε τη σεξουαλική ιδιαιτερότητα το πιστοποιεί το γεγονός ότι ο Γιάννης Τσαρούχης που εκτιμούσε τον Κοκτό αναγνώριζε στον Κόντογλου τον σημαντικότερο δάσκαλό του. (Αχ και να ζούσε ο αλησμόνητος Κώστας Σταματίου που τα ήξερε όλα αυτά απ’ έξω κι ανακατωτά!)