Αφού εξαντληθήκαμε από τις ανεξάντλητες συζητήσεις για την πολιτική της κληρονομιά, για τον ρόλο της στη σημερινή κρίση, για το εάν ήταν πιο άνδρας από τους άνδρες του υπουργικού της συμβουλίου ή η ενσάρκωση της γυναικείας χειραφέτησης της δεκαετίας του 1980, ας κάνουμε μια στάση σε κάτι που, αν και φαινομενικά επουσιώδες, είναι κεφαλαιώδους σημασίας. Κι αυτό είναι ότι η 87χρονη γυναίκα, που άφησε την τελευταία της πνοή σε ένα δωμάτιο του ξενοδοχείου Ritz, κατάφερε να σπάσει με τον θάνατό της ένα ταμπού, μια αντίληψη που ήταν δημοφιλής ακόμη και στη σκληρή κοινωνία της Αρχαίας Σπάρτης και η οποία σήμερα συμπυκνώνεται στη φράση «ο αποθανών δεδικαίωται». Ο,τι ίσχυε όμως στην αρχαιότητα δεν φαίνεται να ισχύει στην εποχή των σόσιαλ μίντια. Σύμφωνα με τη βρετανική Independent, τουλάχιστον το ένα τρίτο από τα πρώτα 25.000 σχόλια που εμφανίστηκαν στο Διαδίκτυο μετά τον θάνατό της ήταν αρνητικά. Ενα δηλητηριώδες σχόλιο επεφύλαξε στην Μάργκαρετ Θάτσερ ο σκηνοθέτης Κεν Λόουτς, τα προσχήματα δεν κράτησε ούτε η πολιτικός και πρώην ηθοποιός Γκλέντα Τζάκσον, ο τραγουδιστής Μόρισεϊ επανέλαβε με τον ίδιο θυμό ό,τι πίστευε για εκείνη όσο βρισκόταν στη ζωή. Το «Ding Dong, the Witch is Dead» από τον Μάγο του Οζ ανεβαίνει τη μία θέση μετά την άλλη στα τσαρτ. Και το BBC βρίσκεται σε εξαιρετικά δύσκολη θέση. Πώς θα μεταδοθεί από την εβδομαδιαία του εκπομπή για το «τοπ τεν» ένα τραγούδι που μιλάει για μια μάγισσα που πέθανε;

ΑΝ ΠΙΣΤΩΣΟΥΜΕ κάτι σε αυτήν τη γυναίκα, ας είναι τουλάχιστον το σπάσιμο αυτού του ταμπού. Μας απαλλάσσει επιτέλους από το φορτίο να συνοδεύουμε με μια αγιογραφία τον θάνατο ενός δημόσιου προσώπου, να εξαφανίζουμε από το οπτικό μας πεδίο τις αδυναμίες του, να κρύβουμε κάτω από το χαλί τις αστοχίες του, να ακυρώνουμε τελικά την ίδια την ανθρώπινη υπόσταση. Ασφαλώς δεν πρέπει να πέφτει κανένας θύμα ανθρωποφαγίας –νεκρός ή ζωντανός. Αλλά η αποτίμηση μιας ζωής χωρίς εξαλλοσύνες, εμπάθεια και φανατισμό δεν προσβάλλει κανέναν νεκρό. Και δεν υπάρχει κανένας λόγος για τον οποίο θα πρέπει να πηγαίνουν όλοι οι επιφανείς τεθνεώτες στη «γειτονιά των αγγέλων», ούτε χρειάζεται να χωρίζεται η αποδημία σε κατηγορίες ανάλογα με την καταγωγή ή –ακόμα χειρότερα –με την ιδιότητα αυτού που αποχαιρετά τον κόσμο. Τι είδους διάκριση είναι αυτή που επιβάλλει στους Ελληνες να «φεύγουν» και στους κληρικούς να «κοιμούνται» όταν όλοι οι άλλοι απλώς πεθαίνουν; Το βιολογικό τέλος δεν αναιρείται όταν παρουσιάζεται ως φυγή ούτε καταργείται όταν παρομοιάζεται με τον ύπνο. Στο κάτω κάτω, μια πρωθυπουργός που κοιμόταν μόλις τέσσερις ώρες το 24ωρο δεν έχει λιγότερα δικαιώματα στην αθανασία της ψυχής κι ασφαλώς έχει περισσότερα στην αιώνια ανάπαυση από έναν αρχιεπίσκοπο που συμπλήρωνε κανονικά το οκτάωρό του τη νύχτα κι έπαιρνε κι έναν υπνάκο το μεσημέρι.