Καταστροφή στοιχείων κατά τη διάρκεια της έρευνας, κενά, ελλείψεις και παραλείψεις, ρίσκο πέραν του κανονικού και διαδικασίες με πολλά ερωτηματικά καταγράφει ο αμερικανικός οίκος Alvarez & Marsal (Α&Μ), ο οποίος με εντολή της Κεντρικής Τράπεζας ανέλαβε να διερευνήσει πώς οδηγήθηκαν στην κατάρρευση οι δύο μεγάλες κυπριακές τράπεζες.

Το τελικό πόρισμα όμως το οποίο παραδόθηκε στον Πρόεδρο Αναστασιάδη, τον πρόεδρο της Βουλής Γ. Ομήρου και στον Γενικό Εισαγγελέα αφήνει σχεδόν ανέπαφη τη Λαϊκή Τράπεζα, η οποία σημειωτέον βρίσκεται σε διαδικασία εκκαθάρισης, και αναφέρεται σχεδόν αποκλειστικά στην Τράπεζα Κύπρου.

Οπως προκύπτει από την έκθεση, ανώτερο στέλεχος της Κεντρικής Τράπεζας έθεσε θέμα –και η απόφαση ελήφθη έπειτα από «εσωτερικό διάλογο» –να περιοριστεί η έρευνα για τη Λαϊκή με αιτιολογικό… να μην παραβλαφθεί αγωγή εναντίον του ελληνικού Δημοσίου που είχε ασκήσει η Λαϊκή Τράπεζα!

Από τα πεπραγμένα της Λαϊκής ερευνήθηκε μόνο η απορρόφηση της Μαρφίν Εγνατία. Αυτό σημαίνει ότι παρέμειναν εκτός έρευνας πολλές αποφάσεις που έφεραν τη Λαϊκή στη διάλυση.

Επίσης σημειώνει τα κενά στην έρευνα λόγω των περιορισμών και συνιστά να γίνουν περαιτέρω έρευνες για τις απώλειες που είχε η Μαρφίν Λαϊκή εξαιτίας των ελληνικών ομολόγων, τη μετατροπή της Εγνατίας Τράπεζας από θυγατρική σε υποκατάστημα της Λαϊκής, τα αμφισβητήσιμα δάνεια που παραχωρήθηκαν από την Τράπεζα Κύπρου και τη Λαϊκή Τράπεζα, και την επέκταση της Τράπεζας Κύπρου στην Ελλάδα.

Ο Alvarez&Marsal στα συμπεράσματα της έκθεσης καταγράφει τους περιορισμούς που συνάντησε εξαιτίας της κυπριακής νομοθεσίας, την άρνηση πρώην τραπεζικών να απαντήσουν στις ερωτήσεις και τα αρχεία που σβήστηκαν από τους υπολογιστές του τότε ανώτερου εκτελεστικού διευθυντή της Τράπεζας Κύπρου Ανδρέα Ηλιάδη και του Χρ. Πατσαλίδη, στελέχους επίσης της Τράπεζας Κύπρου. Από τον υπολογιστή του τελευταίου διαγράφηκε, όπως αναφέρεται, πολύ υλικό στις 18 Οκτωβρίου 2012.

Στις 21 Αυγούστου 2012, η Κεντρική Τράπεζα έστειλε επιστολές προς τις τράπεζες Κύπρου και Λαϊκή, με τις οποίες τις ενημέρωσε για την έναρξη των ερευνών και πως όλο το υλικό σε έγγραφη και ψηφιακή μορφή θα έπρεπε να διασφαλιστεί και να απαγορευτεί η όποια διαγραφή. Αναφέρεται ότι τα emails που στάλθηκαν από την Τράπεζα Κύπρου ήταν ελλιπή, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά την περίοδο 2009-2010.

Μόνο σε μερικές περιπτώσεις μπορούσε να δικαιολογηθεί το γεγονός αυτό, ενώ σε αρκετές περιπτώσεις οι διαγραφές οφείλονταν σε σκοπιμότητες. Συγκεκριμένα πρόσωπα αρνήθηκαν να συμμετέχουν ή προέβαλαν απαράδεκτες απαιτήσεις προκειμένου να συμμετέχουν. Το ίδιο ίσχυσε και για έγγραφα τα οποία, όπως αναφέρεται, δεν δόθηκαν στην επιτροπή.

ΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΟΜΟΛΟΓΑ. Η έκθεση –σύμφωνα με την ιστοσελίδα Stockwatch που αποκάλυψε εκτεταμένα αποσπάσματα –καταγράφει το ιστορικό της πώλησης σχεδόν ολόκληρου του χαρτοφυλακίου της Τράπεζας Κύπρου συνολικού ύψους 1,8 δισ. ευρώ τον Δεκέμβριο του 2009 και την επαναγορά ελληνικών ομολόγων ύψους 2,4 δισ. την περίοδο μεταξύ Δεκεμβρίου 2009 και Ιουνίου 2010. Από τα ομόλογα αυτά η Τράπεζα Κύπρου υπέστη ζημιές 1,9 δισ. ευρώ, εκ των οποίων όπως αναφέρει η έκθεση τα 600 εκατ. ευρώ οφείλεται σε αναπροσαρμογές των τιμών των νέων ομολόγων και 910 εκατ. ευρώ στο ελληνικό PSI.

«Τα έγγραφα που εξετάσαμε δεν καταγράφουν ξεκάθαρη αιτιολόγηση ή σκεπτικό για την απόφαση να γίνει συσσώρευση ελληνικών ομολόγων», αναφέρει ο οίκος. Κάποιες ενδείξεις για το σκεπτικό είναι η αύξηση του κέρδους και του καθαρού επιτοκιακού περιθωρίου.

Στην έκθεση περιλαμβάνονται και αλληλοκατηγορίες στελεχών της ανώτατης διεύθυνσης της τράπεζας για τους λόγους που έγιναν οι αγορές. Ο οίκος εντόπισε διαδικαστικά κενά που υπήρχαν στη λειτουργία της επιτροπής διαχείρισης κινδύνων, την κουλτούρα του οργανισμού και την παντοδυναμία των Ανδρέα Ηλιάδη και Νικόλα Καρυδά, όπως και τις προβληματικές δομές ελέγχου. Αναφέρεται μάλιστα χαρακτηριστικά ότι ο κ. Καρυδάς ήταν γενικός διευθυντής του συγκροτήματος για διαχείριση κινδύνων και γενικός διευθυντής του Συγκροτήματος υπεύθυνος για ζητήματα αγορών.

Ο A&M υποστηρίζει ότι δεν υπήρχε ικανότητα να αξιολογηθεί ορθά ο κίνδυνος που σχετίζεται με την αγορά των ελληνικών ομολόγων. Παράλληλα η Κεντρική Τράπεζα δεν είχε ολοκληρωμένη εικόνα για τις συναλλαγές της Τράπεζας Κύπρου σε ομόλογα ελληνικού Δημοσίου, ιδίως το πρώτο τρίμηνο του 2010. Το τμήμα εποπτείας της Κεντρικής Τράπεζας, αναφέρεται, δεν ήταν επαρκώς στελεχωμένο. Δεν είχε επαρκή αριθμό υπαλλήλων ούτε ανάλογες εμπειρίες.