Σε ημέρες Καρναβαλιού και στο πρώτο από τα τρία τριήμερα διακοπών που αναμένουν τους Κυπρίους μέσα στον Μάρτιο, τα οποία από καιρό προγραμμάτιζαν και που είναι αργά να τα αναβάλουν, ήρθε να επισκιάσει το ευχάριστο κλίμα η απόφαση του Eurogroup για την εγκαθίδρυση ενός προγράμματος οικονομικής προσαρμογής.

Το πρώτο ερώτημα που τίθεται είναι αν το σχετικό νομοσχέδιο, έστω με όποιες προσαρμογές στους αρχικούς όρους που σοκάρισαν την κυπριακή κοινωνία, θα περάσει από τη Βουλή. Τα κόμματα που υποστηρίζουν την κυβέρνηση διαθέτουν οριακή πλειοψηφία. Το ΑΚΕΛ και η ΕΔΕΚ έχουν κιόλας αποφασίσει να το καταψηφίσουν. Αυτό συνιστά επιπρόσθετο λόγο που αυξάνει την αγωνία για την επόμενη ημέρα.

Η απόφαση του Eurogroup είναι πρωτοφανής –και οι όποιες ενδεχόμενες προσαρμογές της δεν αλλάζουν τα δεδομένα επί της αρχής. Και είναι πρωτοφανής διότι δεν υπάρχει προηγούμενο να κατακρατούνται χρήματα καταθετών σε τράπεζες.

Τούτο φυσικά θα μπορούσε να γίνει μέσο υποτίμησης, αλλά ποτέ ως άμεση αποκοπή. Η απόφαση αυτή τείνει να υποσκάψει την εμπιστοσύνη στο ευρύτερο χρηματοπιστωτικό σύστημα της Ευρωπαϊκής Ενωσης και έχει επιπτώσεις πέραν της Κύπρου, πράγμα το οποίο έχει κιόλας διαφανεί από την κίνηση των χρηματιστηρίων τη χθεσινή ημέρα (Δευτέρα 17 Μαρτίου 2013).

Οι ευρωπαίοι ιθύνοντες διαβεβαιώνουν ότι θα ισχύσει μόνο για την Κύπρο, ο ισχυρισμός τους όμως είναι πολύ λίγο πειστικός, γιατί η λογική αυτή του μερισμού της ευθύνης και στους πιστωτές τραπεζικών και ασφαλιστικών εταιρειών που χρεοκοπούν είναι από καιρό που συζητείται στην Ευρώπη.

Εξάλλου, παρόμοιο πρόβλημα με αυτό το οποίο αντιμετωπίζουν οι κυπριακές τράπεζες αντιμετωπίζουν και πολλές άλλες ευρωπαϊκές, και ιδιαίτερα μικρές γερμανικές.

Υπάρχει στην Κύπρο η βάσιμη υποψία ότι οι αποφάσεις αυτές, που αποσκοπούν στη σμίκρυνση του τραπεζικού τομέα, έχουν ως κύριο στόχο την απομάκρυνση από το τραπεζικό σύστημα του νησιού των ρωσικών κεφαλαίων. Κάτι φυσικά που θα γίνει και με την εξαγορά των κυπριακών τραπεζών οι οποίες λειτουργούν στην Ελλάδα.

Οι επιπτώσεις που θα προκύψουν από τα μέτρα αυτά θα είναι αρνητικές. Είναι βέβαιο ότι θα επακολουθήσει εκροή κεφαλαίων από την Κύπρο. Και το ερώτημα που προκύπτει είναι αν θα έχουμε τη στήριξη της Ευρωπαϊκής Τράπεζας και σε ποιο βαθμό.

Χωρίς να μπορούμε να κάνουμε ακριβή αποτίμηση των συνεπειών από τα μέτρα αυτά, εκείνο που μπορούμε να προβλέψουμε είναι ότι στην Κύπρο θα υπάρξει ένα βάθεμα της κρίσης και της ύφεσης, με πτώση του βιοτικού επιπέδου ύψους περίπου 20%-30%.

Το γενικότερο συμπέρασμα που εξάγεται από τις εξελίξεις είναι ότι τελειώνει η χρυσή περίοδος της Κύπρου ως χρηματοπιστωτικού κέντρου. Δεν πρόκειται φυσικά να εκλείψει αλλά θα παραμείνει αρκετά περιορισμένο.

Το ερώτημα είναι γιατί και πώς φθάσαμε στη σημερινή κατάσταση. Σε αυτό το σημείο θα πρέπει να αναζητηθούν ευθύνες από ολόκληρη την πολιτική ελίτ του τόπου που από το 1974 και μετά προσανατολίστηκε στον τομέα των υπηρεσιών, χωρίς ποτέ να λογαριάσει ότι τα ξένα κεφάλαια τα οποία φιλοξενούσαμε με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο κάποτε θα έφευγαν από την Κύπρο.

Ευθύνες θα πρέπει να αναζητηθούν και στην αδυναμία της πολιτικής ηγεσίας να αντιμετωπίσει ένα πρόβλημα που ήταν ορατό τουλάχιστον από τον Οκτώβριο του 2011, αμέσως μετά την απομείωση του ελληνικού χρέους που στοίχισε στις κυπριακές τράπεζες 5 δισ. ευρώ.

Η καθυστέρηση από την κυβέρνηση Χριστόφια μόνο των τελευταίων τεσσάρων μηνών, σύμφωνα με την Κριστίν Λαγκάρντ του Διεθνούς Νομισματικού Ταμειου, επιβάρυνε τις κυπριακές υποχρεώσεις κατά 2,5 επί πλέον δισεκατομμύρια ευρώ.

Η απουσία ευρύτερης πολιτικής και η διστακτικότητα στην αντιμετώπιση των προβλημάτων αυτών μας οδήγησε στη σημερινή κατάσταση. Μια κατάσταση που καθιστά αναγκαία την επιψήφιση των μέτρων, για να μην οδηγηθούμε σε άτακτη χρεοκοπία.

Ο Τάκης Χατζηδημητρίου είναι πρώην βουλευτής, πρόεδρος του Ιδρύματος Κοινωνικών Πολιτικών Μελετών