Μέσα από πόσα πρίσματα μπορεί να δει κάποιος την «άλλη», κρυμμένη, Ελλάδα; Μέσα από πολλά! Οταν όμως το πρίσμα είναι τόσο απρόσμενο, όπως η Σύρος του Μάρκου Βαμβακάρη, και ο μελετητής είναι ο ποιητής Μάνος Ελευθερίου, ακάματο «μαμούνι» της συριανής ιστοριογραφίας, η Ελλάδα που σκιαγραφείται έχει τη γοητεία του σκοτεινού και πλέρια φωτεινού συνάμα.
Ο δικός του «Μάρκος Βαμβακάρης», που έχει ήδη ξεκαλουπώσει σαν τα σκαριά της Ερμούπολης και θα κάνει το παρθενικό του ταξίδι με την έκδοσή του στις 12 Μαρτίου, σηματοδοτεί και τρεις επετείους: τα 74α γενέθλια του ποιητή, στιχουργού και συγγραφέα, τα πενήντα χρόνια από την έκδοση της πρώτης του ποιητικής συλλογής «Συνοικισμός» («πολύ προχωρημένη τότε», λέει πίσω από ένα πονηρό μειδίαμα –χαρακτηριστικό του), αλλά και τα σαραντάχρονα από τον θάνατο του λαϊκού βάρδου της Σύρας.
Φωτίζει δε, μέσα από έρευνα, μια Ελλάδα που ζούσε ακόμη με το φιλότιμο. Μια Ελλάδα με μελανά στίγματα αλλά και με πράσινες ανάσες.
Γιατί ο Μάρκος Βαμβακάρης; Καταρχάς είναι ο Μεγάλος Συριανός. Φυσικά. Και αυτό γοητεύει τον Μάνο Ελευθερίου. «Η δύναμη της μουσικής του» λέει «είναι τόσο μεγάλη –κι ας μην είναι τόσο σπουδαίος στιχουργικά. Και η φωνή του… Δεν είναι τυχαίο ότι τον αξιοποίησε πολύ ο Τσιτσάνης, ο κορυφαίος σε μουσική γνώση και ευρύτητα, που ήξερε της κάτω γης τα χώματα. Τον χρησιμοποίησε σε τόσους δίσκους που, δεν μπορεί, ήξερε πόσο καλός συνθέτης ήταν».
Το αρχικό υλικό έβαζε χρονικούς περιορισμούς στον Μάνο Ελευθερίου. Ηταν όσα έχει καταγράψει ο ίδιος ο Βαμβακάρης στην αυτοβιογραφία του, από τα χρόνια που έμενε στη Σύρο («εκεί που ξαναγεννήθηκε η Ελλάδα», όπως είχε πει ο Ελευθέριος Βενιζέλος), μεταξύ 1905 και 1920. Και όμως, το ταξίδι στις λεπτομέρειες και τη γοητεία τους απέφερε στον ποιητή 400 σελίδες ζουμί. Και τον έκανε να διατρέξει κάπου έναν αιώνα, όχι μόνο στη Σύρα αλλά σε όλη την Ελλάδα, από το 1840.
«Ο Μάρκος μιλάει για την παιδική εργασία που υπήρχε από πολύ παλιά στην Ερμούπολη. Είχα μιλήσει το 1971 με μια κυρία, που δούλευε από έξι ετών και για να φτάνει το μηχάνημα του κλωστηρίου της είχαν βάλει σκαμνάκι. Και ο ίδιος ο Μάρκος έπιασε δουλειά από τα οκτώ του, ως εφημεριδοπώλης (σ.σ.: αργότερα έφτασε να δουλεύει ως εκδορέας στον Πειραιά). Οι εφημερίδες της εποχής το αποσιωπούσαν, γιατί δεν υπήρχε καταγγελία. Αλλά παιδική εργασία υπήρχε και πολλή. Οχι μόνο στη Σύρο. Αλλά και στην Πάτρα, στον Βόλο –εν γένει σε πόλεις που είχαν λιμάνια». Το 1926, φερ’ ειπείν, σε βιομηχανίες και βιοτεχνίες του Πειραιά, κατά την Επιθεώρηση Eργασίας, απασχολούνταν 206 αγόρια και 2.309 κορίτσια ηλικίας 9-13 ετών.
Για τη Σύρο ειδικά –όπως τεκμηριώθηκε και φωτογραφικά σε έκθεση του 2009 από το Βιομηχανικό Μουσείο Ερμούπολης –αυτά ήταν «τα αόρατα παιδιά» (από τη φτώχεια δεν είχαν καν μια φωτογραφία –τεκμήριο της ύπαρξής τους). Μοδιστρούλες, παραγιοί σε μανάβικα, υπηρέτριες σε αρχοντικά, σερβιτόροι σε ταβέρνες, λιλιπούτειοι κουλουρτζήδες με γιγάντιους νταβάδες…
Αν πάμε δε πίσω, στα μέσα του 19ου αιώνα, τα δέρματα από τα δώδεκα βυρσοδεψεία του νησιού χάρη σε αμέτρητα παιδικά χέρια είχαν καταφέρει να εκτοπίσουν τα γαλλικά από την οθωμανική αγορά.
Σε αυτό το φαινόμενο αφιερώνει ολόκληρο κεφάλαιο έρευνας ο Μάνος Ελευθερίου. Οπως και στα πορνεία της Σύρας. «Ο Μάρκος γράφει πως οι γυναίκες στους οίκους ανοχής τον φώναζαν για να τους πουλήσει εφημερίδες. Εψαξα και βρήκα ότι εκείνη την περίοδο μόνο στη Σύρο υπήρχαν εκατό ιερόδουλες. Με βοήθησε και το βιβλίο του Θωμά Δρίκου “Η πορνεία στην Ερμούπολη τον 19ο αιώνα”». Ετσι καταγράφηκαν ιερόδουλες με εντυπωσιακά ονόματα όπως Αικατερίνη Βυζού και Καλλίτζα Ζηζίτζα, προαγωγοί όπως η Γαρουφαλιά Κακαρίνα και η Ελένη Σφυρέλλη (Ελενίτσα η Σμυρνιά) ή τα 220 κορίτσια που νοσηλεύθηκαν στο δημοτικό νοσοκομείο «Η Ελπίς» για αφροδίσιο νόσημα.
Εικόνα άλλωστε μας δίνει και ο Εμμανουήλ Ροΐδης (της «Πάπισσας Ιωάννας» και της «Ψυχολογίας συριανού συζύγου»): «Υπήρχεν και εις την Σύρον δυσώνυμός τις μαχαλάς, καλούμενος Καλυβάκια, όπου ετρόμαζον παρά το σουρούπωμα τον αποπλανηθέντα διαβάτην ρυπαρά τινα και αποτρόπαια φαντάσματα με μακράς ως σάβανα υποκαμίσας, με πρόσωπα ασβεστωμένα, με χείλη αιμοβαφή και οφρύδια ομοιάζοντα βδέλλας, χαριτολογούντα προ της θύρας ηρειπωμένων καλυβών με βρακοφόρους θαλασσινούς».
Ενώ δε οσμίζεται την ιστορία των ντόπιων οίκων ανοχής, ο Μάνος Ελευθερίου παραδίδει ένα ολόκληρο κεφάλαιο στο… φασκόμηλο. Τον ελίφασκο, φασκομηλιά ή φρασκομηλιά. «Είναι εκπληκτικό, μοναδικό το φασκόμηλο της Σύρου και το λάτρευε ο Μάρκος για την μυρωδιά του, όπως και άλλα μυριστικά. Πηγαίνοντας στις εξοχές για να βρούνε βούρλα, με τα οποία ο πατέρας του έπλεκε καλάθια, τα μάζευε και έφτιαχνε ρόφημα για τον Μάρκο. Ψάχνοντας», προσθέτει ο Μάνος Ελευθερίου, χαμένος στην αφήγησή του, «βρήκα ολόκληρο άρθρο στην εφημερίδα “Πατρίς” των αρχών του 20ού αιώνα που είναι μια πρώιμη οικολογική αναφορά: Εξηγεί πως το φασκόμηλο και το θυμάρι είναι βασική τροφή των μελισσών για να κάνουν το περίφημο συριανό μέλι και κακίζει εκείνους που τα ξεριζώνουν και δεν τα αφήνουν να ξαναβγάλουν βλαστούς τον επόμενο χρόνο. Και το 1926 ένα άλλο για τις φαρμακευτικές ιδιότητες του φασκόμηλου, προφανώς γραμμένο από γιατρό».
Το βιβλίο κλείνει με την καθημερινότητα στη Σύρο το 1918-1920, μια τοιχογραφία που μοιάζει να αντιπροσωπεύει την Ελλάδα της εποχής. «Εκείνο που έχει ενδιαφέρον είναι ότι όσους αναφέρει ο Μάρκος, πολλούς τους βρήκα στους εκλογικούς καταλόγους ως μόνιμους κατοίκους. Υπήρχαν και πολλοί περαστικοί που δεν θεώρησαν υποχρέωσή τους να εγγραφούν. Οπως ο παππούς του Σταύρου Ξαρχάκου, Ιωάννης Κανακάρης, που είχε καραβάκι και μετέφερε σιτηρά από την Οδησσό».
Στη χορεία των προσώπων που παρελαύνουν μπροστά στα μάτια του Μάρκου Βαμβακάρη, ο Μάνος Ελευθερίου εντοπίζει ένα: «Ηταν κάποιος που λεγότανε Γαβαλάς –τον εγνώρισα –που δεν εσήκωνε μύγα στο σπαθί του. Σε όποια φυλακή επήγε, εγκλημάτησε», γράφει ο συνθέτης της «Φραγκοσυριανής».
«Και επήγαν σαράντα νοματαίοι σε ένα καφενείο και τον εσκότωσαν» προσθέτει ο Μάνος Ελευθερίου. «Βρήκα στα ιστορικά αρχεία την κατάθεση εκείνου που τον εσκότωσε. Υπάρχει μόνο μία φωτογραφία αυτού του Γκουλιόβα, ανθρώπου της νύχτας. Ο Θεσσαλονικιός ο περίφημος. Τον αναφέρει και ο Γιώργος Ιωάννου σε ένα τραγούδι του με τον Νίκο Μαμαγκάκη».
«Για τον Γαβαλά πάντως λένε και πως την Χωροφυλακή την παραείχε ξεφτιλίσει και του το κρατούσαν. Για κείνον δεν γράφτηκε τραγούδι. Οχι για να τον υμνήσει, αλλά επειδή τα έβαλε με την εξουσία…».
Και καθώς έχει βουτήξει στον υπόκοσμο, ο Μάνος Ελευθερίου ξεκαθαρίζει: «Δεν ξέπεσε ο Μάρκος σαν τον αδελφό του. Εκείνος σκότωσε και τον βάλανε φυλακή για πολλά χρόνια. Το μόνο “αμάρτημα” του Μάρκου ήταν πως έπαιρνε το άγιο χασισάκι».
Ο δωσίλογος και οι πρίγκιπες
Τον Βαμβακάρη τον κυνηγούσε η λαδιά του «δωσίλογου» και «συνεργάτη των Ναζί». Την αλήθεια την ξεκαθάρισε όσο μπορούσε ο Μάνος Ελευθερίου: «Τον κάλεσαν μια φορά στην Αθήνα, στο κτίριο της Μέρλιν 6, όπου ήταν η Κομαντατούρ. Προφανώς τον πέρασαν πρώτα από την πόρτα υπηρεσίας –είχαν όλα τα μέγαρα της εποχής. Περνώντας από τους διαδρόμους του ισογείου δεξιά και αριστερά είχε δωμάτια με εγκλείστους. Ηταν αυτό που λέει ο Δάντης, στη μετάφραση του Καζαντζάκη, «αυτός που μπαίνει να αφήσει κάθε ελπίδα»…
Ο Μάρκος ήταν τότε 30άρης και στις μεγάλες του δόξες. «Πολλοί τον εγνώριζαν και του έλεγαν «ειδοποίησε τις οικογένειές μας ότι είμαστε εδώ». Πού να θυμηθεί και να κρατήσει τόσα ονόματα εκείνος. Στο διοικητήριο του έδωσαν καφέ ελληνικό που είχε χρόνια πολλά να πιει και του ζήτησαν να τους καταδίδει οτιδήποτε πέφτει στην αντίληψή του. Τι να έκανε; Αναγκάστηκε να τους λέει».
Υπάρχει όμως μια ιστορία πίσω από το κτίριο της οδού Μέρλιν. Ανήκε σε έναν πάμπλουτο Συριανό, ονόματι Βαφειαδάκη, που η γυναίκα του ήταν κυρία επί των τιμών της βασίλισσας –το γένος Κριεζή, όπως κατέγραψε ο Μάνος Ελευθερίου. Στο μέγαρο αυτό είχε γίνει και χορός στον οποίο είχε κληθεί η βασιλική οικογένεια. Οταν παραχωρήθηκε στους Γερμανούς, οι Βαφειαδάκηδες μεταφέρθηκαν σε άλλο μέγαρο στην οδό Ερμού.
Σύμπτωση; Στο αρχοντικό του εν λόγω Βαφειαδάκη στην Ερμούπολη, στο υπόγειο, στεγάστηκε το εντευκτήριο των Ιταλών, ενώ στο εξοχικό του στην Προύσα –το έβλεπε ο Μάρκος, περνώντας με τον πατέρα του για να κόψουν βούρλα –κατοικούσε ο γερμανός διοικητής, υπολοχαγός Κέλνερ.
Η οικογένεια Βαφειαδάκη μιλούσε γερμανικά –οι δε γερμανίδες γκουβερνάντες συνηθίζονταν τότε από τους πλουσίους της Σύρου. «Βέβαια, εκείνοι άκουγαν Σοπέν και Μπαχ και είναι μάλλον απίθανο να είχαν ακούσει τον Βαμβακάρη» λέει ο Μάνος Ελευθερίου. «Αναρωτιέμαι: Αραγε ήξερε ο Βαφειαδάκης ότι την ίδια περίοδο στη Σύρο ζούσε ένας άλλος πρίγκιπας;»