Ας μου συγχωρεθεί μια φορά το –γενικά απαράδεκτο για τους δημοσιολογούντες –αμάρτημα της αυτοαναφορικότητας. Θα ήθελα, ωστόσο, προεξαγγελτικά να υπογραμμίσω ότι δεν αγαπώ τον πλούτο, μισώ δε τους εθισμούς, τις συμπεριφορές και τις νοοτροπίες που δημιουργεί, πρωτίστως την έπαρση και την –συχνά συνορεύουσα με τη γελοιότητα –τάση επίδειξης που παράγει. Ο υπερκαταναλωτισμός (που επιδεικνύουν συνήθως κάποια «σούργελα» ή ανθρώπινα ναυάγια) για λόγους «κύρους» ή «διαφοροποίησης» μου προκαλούσε πάντα οίκτο για τη ρηχότητα που αποκαλύπτει. Παράλληλα πιστεύω ότι πλούτος και «ψυχική ανυδρία», δηλαδή απουσία συμπόνιας και γενναιοδωρίας, συνήθως συμβαδίζουν: προσπαθήστε να συγκεντρώσετε βοήθεια για πενόμενους και θα δείτε ποιοι αποδέκτες του αιτήματος θα αρνηθούν ή θα μεμψιμοιρήσουν.

Εχοντας, λοιπόν, τραφεί με Καζαντζάκη και Ασημάκη Πανσέληνο («το μεγαλύτερο κέρδος στη ζωή μου υπήρξε η εξοικείωση με το λίγο», έγραφε ο δεύτερος), αυτή την αντίληψη προσπάθησα να έχω οδηγό και στην προσωπική μου πορεία, επιλέγοντας, αν όχι ασκητικό, πάντως λιτό τρόπο ζωής. Ακόμη και σήμερα μένω σε ένα μέτριο διαμέρισμα αρκετά παλιάς πολυκατοικίας μιας μέσης περιοχής, κινούμαι στη γειτονιά μου με ποδήλατο, φοράω ρολόι –ο πατέρας μου με έμαθε πως είναι κάτι που δείχνει την ώρα –αξίας λίγων ευρώ, μοιράζομαι δε με τον γιο μου δύο αυτοκίνητα, εκ των οποίων το «μεγάλο», για τις μακρινές μετακινήσεις, είναι ένα… «σκοτωμένο» Γιάρις δεκαετίας. Μάλλον, δε, με συγκατάβαση άκουγα επί χρόνια νεαρό φίλο, πρώην φοιτητή μου, να με ρωτάει απαξιωτικά: «Καλά, περιμένεις στην ηλικία σου να σε κοιτάξει γυναίκα με τέτοιο ρολόι και τέτοιο αυτοκίνητο;»…

Τούτων λεχθέντων, όμως…

Δεν κατανοώ τους οιονεί «σαβοναρολικούς» διώκτες του πλούτου. Και τούτο διότι δεν είμαι πεισμένος για το κίνητρό τους. Αν ειλικρινή στόχο και επιδίωξη έχουν να τον αναδιανείμουν, πιο ισοκαταμερισμένο, σε ευρύτερα κοινωνικά στρώματα, τότε φαίνεται πως δεν έχουν εξαιρετική σχέση με τα εμπειρικά διαπιστούμενα: ακόμη και σε εποχές λιγότερο παγκοσμιοποιημένες και «κινητικές» από τη δική μας, οποτεδήποτε επελέγη δίωξη πέραν ενός λογικού ορίου, δηλαδή οιονεί «ποινικοποίηση», του παραγόμενου ή/και του σωρευμένου πλούτου, τότε η μετακίνησή του δεν έγινε προς άλλα κοινωνικά στρώματα. Αλλά προς άλλα μέρη, άλλους τόπους, άλλες πατρίδες. Ή και προς πουθενά. Με κύρια θύματα όχι τους κατόχους του, αλλά όσους επωφελούνταν παράπλευρα από την ύπαρξη, αξιοποίηση και απόλαυσή του εντός εθνικών συνόρων. (Στο μέτρο, επομένως, που η δίωξη του πλούτου γίνεται επ’ ονόματι των φτωχών, θύτες και θύματα, εν προκειμένω, ταυτίζονται). Πρόσφατο χαρακτηριστικό παράδειγμα: ο συντελεστής φορολόγησης 75% που επέβαλε στα πολύ υψηλά εισοδήματα ο γάλλος Πρόεδρος Φρ. Ολάντ –πριν η Δικαιοσύνη της χώρας του τον κρίνει αντισυνταγματικό, ως υποκρύπτοντα οιονεί δήμευση –ανέβασε άραγε το βιοτικό επίπεδο του μέσου Γάλλου; Ή μόνο περιθώριο άμυνας απέναντι στον μαζικό εκπατρισμό κεφαλαίων, κεφαλαιούχων και οικονομικών δραστηριοτήτων έμειναν οι κατάρες, οι οιμωγές και οι ηθικές καταδίκες επί ελλείμματι πατριωτισμού στους διάφορους Ντεπαρντιέ;

Είναι τόσο εμφανής η απάντηση που νομιμοποιείται ο προβληματισμός μήπως οι «πλουτοδιώκτες» δεν επιδιώκουν την ικανοποίηση των βασικών αναγκών του μεγάλου πλήθους, αλλά πρωτίστως των βασικών του ενστίκτων (ζηλοφθονίας, τιμωρητικής διάθεσης κ.λπ.). Με απώτερη στόχευση, τον προσπορισμό ίδιων -πολιτικοοικονομικών –ωφελημάτων: ψήφων, εξουσίας, αλλά και των προνομίων που συχνά προκύπτουν ή προέκυπταν παλαιότερα από τη διαχείριση –οιονεί ιδιοποίηση –του «κοινωνικοποιημένου» πλούτου.

ΚΑΙ ΤΑ ΑΣΧΕΤΑ ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΑ:

1. «Είδη που βρίσκονται σε όλα τα σπίτια» είναι, κατά τον Σκουρλέτη οι καθόλου ευάριθμες άδειες φιάλες που βρέθηκαν στην πρώην ΑΣΟΕΕ. Ισως αυτό να εξηγεί γιατί από τα σπίτια των συριζαίων βγαίνουν πολλοί πολιτικά… μεθυσμένοι!

2. Απασχολούμενη και φθειρόμενη με λήμματα και προβλήματα που δεν εξωραΐζονται με άκαιρες και αθεμελίωτες δηλώσεις πρωθυπουργικής υπεραισιοδοξίας, η τρικομματική μας κυβέρνηση απορρίπτεται από την κοινή γνώμη, σύμφωνα με τις τελευταίες δημοσκοπήσεις, λιγότερο από την πάντα αυτοϊκανοποιημένη και πάντα βέβαιη αντιπολίτευση που βέβαια διαθέτουν «χρυσωρυχείο» ανώδυνων λύσεων. Φαίνεται, ευτυχώς, πως η κοινωνική εκπτώχευση ή εξαθλίωση δεν παράγει –ούτε ολοκληρωτική ούτε ολική –κοινωνική εξηλιθίωση…

Ο Θανάσης Διαμαντόπουλος είναι καθηγητής στο Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Παντείου Πανεπιστημίου