Ο Στάθης Καλύβας, κορυφαίος πολιτικός επιστήμονας, θύμιζε πρόσφατα το δίλημμα του Γ. Παπανδρέου: «Ή αλλάζουμε ή βουλιάζουμε». Κατέληξε δε στο συμπέρασμα ότι «δυστυχώς ο τότε πρωθυπουργός δεν το υλοποίησε». Αφήνοντας κατά μέρος τον σχολιασμό που θα έκανε ο Κ. Δεσποτόπουλος («υλοποιώ σημαίνει καθιστώ ύλη, κονιορτοποιώ, εξαφανίζω»), θα τολμήσω να υποστηρίξω το αντίθετο: ο ΓΑΠ το «υλοποίησε». Αλλά στην «υλοποίηση» κατίσχυσε το δεύτερο σκέλος του διλήμματος: βουλιάξαμε.

Και, ω του θαύματος –ή ως «ετερογονία των σκοπών της Ιστορίας» -, ο ηγέτης που σήμερα θεωρείται ο βασικός ενσαρκωτής της εναλλακτικής απάντησης στο προαναφερθέν δίλημμα, δηλαδή του «αλλάζουμε» (επειδή ωριμάζουμε), είναι ο Σαμαράς! Ο ίδιος που επένδυε στην ακραία αντιπολιτευτική –παλαιότερα στην εθνικιστική –πλειοδοσία, λειτουργώντας ως επιταχυντής του «βουλιάζαμε»…

Πώς εξηγείται, πέραν της πιεστικής επίδρασης της διεθνούς πραγματικότητας και της εθνικής ανάγκης, αυτό το «παράδοξο»; Εν πρώτοις, οι άλλοι πολιτικοί αρχηγοί, οι μη κινούμενοι στα άκρα ή στο περιθώριο της λογικής, δείχνουν, παρά τους περιστασιακούς σπασμούς της μικροκομματικής τους συνείδησης, μεγαλύτερη υπευθυνότητα από αυτήν που επιδείκνυε ως αντιπολίτευση ο σημερινός Πρωθυπουργός. Είτε το κάνουν λόγω μακροχρόνιας κυβερνητικής εμπειρίας και συνακόλουθης υπευθυνότητας, είτε λόγω αποσύνθεσης του κομματικού τους χώρου, που δεν τους αφήνει περιθώριο καιροσκοπικών κινήσεων, είτε λόγω ειλικρινούς πατριωτισμού, το αποτέλεσμα είναι το ίδιο: διευκολύνουν τον Σαμαρά στην ανάδειξη ανορθωτικού προφίλ. Κατά δεύτερον, οι πάμπολλοι σημερινοί παράγοντες πολιτικής αστάθειας –ενδυνάμωση των κομμάτων του χαβαλέ και των άκρων, γιγάντωση αποτρόπαιων συντεχνιακών πρακτικών, συνεχώς διευρυνόμενη διάχυση των πράξεων αντικοινωνικής τρομοκρατίας κ.λπ. –αναβαθμίζουν τον σταθεροποιητικό ρόλο οποιουδήποτε κεντρικού παράγοντα της «κανονικής» λειτουργίας των θεσμών. Τρίτον, η ασημαντότητα, ο νανισμός ή ο φανφαρονισμός τεράστιου μέρους του παρόντος πολιτικού προσωπικού προσθέτει τεχνητό ανάστημα ακόμη και σε μετριότητες απλώς και μόνο επειδή λειτουργούν με όρους πολιτικής και θεσμικής υπευθυνότητας. Τέταρτον, το υπερδεξιό πολιτικό στίγμα του Πρωθυπουργού τον καθιστά τον καταλληλότερο για την όποια δυνατή ανακοπή της δυναμικής της Χρυσής Αυγής, αλλά και για την πιο πειστική απάντηση σε προβλήματα με άμεση κοινωνική πιεστικότητα. Για παράδειγμα, την εγκληματικότητα –εκεί η επιλογή αρμόδιου υπουργού δεν υπήρξε ατυχής –ή τη συνεχιζόμενη εισροή οικονομικών μεταναστών. Το ίδιο και το γεγονός της συγκέντρωσης του χρέους μας σε ξένους δημόσιους φορείς, στοιχείο που αναβαθμίζει τη σημασία της πολιτικής διαπραγμάτευσης. Ενώ, τέλος, τον ευνοεί και η σύγκριση με εκείνους εκ των προκατόχων του που ήταν πορφυρογέννητα παιδιά κομματικών σωλήνων.

Ολα αυτά θα μπορούσαν, άραγε, κάποια στιγμή να οδηγήσουν σε σημαντική αναβάθμιση του πολιτικού διαμετρήματος του σημερινού Πρωθυπουργού και στη διασφάλιση στο έργο του θετικού ιστορικού προσήμου; Ως έργου πολιτικού που μας πέρασε από τις οδύνες του φθαρμένου παλαιού στις ωδίνες που προηγούνται της γέννησης του ελπιδοφόρου νέου;

Η Ιστορία διδάσκει ότι συχνά την υστεροφημία δεν τη διαμορφώνουν πραγματικές ικανότητες, αλλά μύθοι. Και για τη διαμόρφωση των τελευταίων καθοριστικό ρόλο παίζουν οι συμπτώσεις. Ας σκεφθούμε ότι αν η ΝΔ τον Μάιο είχε πάρει ελάχιστα περισσότερο από το 18,9%, ώστε η κοινοβουλευτική της βάση, μαζί με αυτήν του ΠΑΣΟΚ, να δίνει κυβέρνηση, ο σημερινός Πρωθυπουργός μάλλον θα ανήκε στην –ανελέητη –δικαιοδοσία των ιστορικών!

Σε κάθε περίπτωση όσοι κατήγγελλαν τον Σαμαρά του λαϊκισμού, των «εύκολων και ανώδυνων λύσεων», του καιροσκοπισμού και της δημαγωγίας δεν θα δυσφορήσουν για μια, ενδεχόμενη, «υπέρβαση» των χαρακτηρισμών τους αυτών.

ΚΑΙ ΤΟ ΑΣΧΕΤΟ ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ: Πείτε με αφελή, αλλά αμφιβάλλω για την ενοχή Παπακωνσταντίνου. Πολύ ανόητο για τον ίδιο, πολύ βολικό για όλους. Τούτου δοθέντος, όμως, θεωρώ τυπολατρικά τα περί παραγραφής. Ο συντακτικός νομοθέτης εκφράστηκε εκ του συνήθως συμβαίνοντος (θεωρώντας ότι η «επόμενη» Βουλή αδράνησε, ενώ είχε τη δυνατότητα να ασκήσει δίωξη). Η Βουλή της 6ης Μαΐου δεν την είχε εκ των πραγμάτων. Η τελολογική ερμηνεία ευνοεί τη μη παραγραφή.

Ο Θανάσης Διαμαντόπουλος είναι καθηγητής Πολιτικών Θεσμών και Συγκριτικής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο