Σε ένα από τα τελευταία γράμματα που έστειλε ο συγγραφέας του «Αρχοντα των δαχτυλιδιών» Τζ. Ρ. Ρ Τόλκιν στα παιδιά του ως Αϊ-Βασίλης έγραφε: «Ο κόσμος μοιάζει πια πολύ ψυχρός για μαγεία. Ο αριθμός των παιδιών που εξακολουθούν να μου γράφουν συνεχώς μικραίνει. Είναι, υποθέτω, εξαιτίας αυτού του πολέμου». Ηταν Δεκέμβριος του 1939 και μόλις είχε ξεσπάσει ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος. Τα χρόνια που ακολούθησαν ο εορτασμός των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς παρήκμασε σημαντικά, ώσπου επανήλθε ενδυναμωμένος μετά το 1945 για να καθιερωθεί σταδιακά ως η πλέον μοντέρνα γιορτή της εύρωστης Δύσης –η διακόσμηση, η φωταγώγηση των δημόσιων χώρων και η ανταλλαγή υλικών αγαθών ευνοούνται τον καιρό της ευημερίας και της ευμάρειας.

Το έθιμο του Αϊ-Βασίλη είναι η κορύφωση αυτών των εορτασμών. Το αμερικανικό άβαταρ του ευτραφούς γεράκου με την κόκκινη φορεσιά και την άσπρη γενειάδα δεν είναι παρά προϊόν μιας συμβατικής πολιτισμικής σύγκλισης διαφορετικών μυθολογιών και ονομάτων που αποδίδονται στο πρόσωπο εκείνου που μοιράζει τα δώρα. Ωστόσο, η επικράτηση αυτού του αρχαϊκού εθίμου, αξεδιάλυτα στην καθολική Ευρώπη και την προτεσταντική Αμερική, και η μακρά του επιτυχία μαρτυρούν μία βαθύτερη ανθρωπολογική σκοπιμότητα.

Ο Αϊ-Βασίλης δεν είναι ούτε μυθικό ον ούτε κανονικός άγιος. (Η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι ίσως η μόνη που κατάφερε να συγκεράσει την ιστορική της παράδοση με το μοντέρνο έθιμο). Η ιδιαιτερότητά του έγκειται στο ότι ενώ ο μισός –ενήλικος –πληθυσμός δεν πιστεύει σε αυτόν, ενθαρρύνει τον άλλο μισό –ανήλικο –να το κάνει, φροντίζοντας μάλιστα να διατηρεί και να αναπαράγει το μυστικό του. Ενώ, λοιπόν, οι ενήλικοι αποδίδουν την προθυμία τους να συντηρούν το έθιμο στη χαρά που αυτό δημιουργεί στα παιδιά, στην πραγματικότητα ο λόγος της επιμονής τους πρέπει να αναζητηθεί στα συναισθήματα που αυτό γεννά στους ενηλίκους.

Οπως όλες οι διαβατήριες τελετές και οι τελετές μύησης, έτσι και αυτή του Αϊ-Βασίλη είναι γιορτή ετερότητας. Μια ισχυρή διχοτομία εγκαθίσταται ανάμεσα στους αδαείς που περνάνε τη δοκιμασία της κρίσης και ανταμείβονται στη βάση της ετερονομίας τους και στους γνώστες, τους κύριους ενορχηστρωτές του τελετουργικού. Αυτό που καλούνται οι ενήλικοι οργανωτές να γιορτάσουν δεν είναι ο Εαυτός αλλά ο Αλλος και η ετερότητά του –εν προκειμένω, τα παιδιά και η μη ολοκληρωμένη κοινωνική, ηθική και πολιτική τους υπόσταση.

Πολλοί ανθρωπολόγοι έχουν δείξει ότι στην ουσία πρόκειται για υπενθύμιση του θανάτου και για έμμεση μνεία στους νεκρούς προγόνους –εξάλλου, ο θάνατος εμπεριέχει την απόλυτη ιδέα της ετερότητας. Τιμώνται πρωτίστως τα παιδιά, ακόμα ασχημάτιστα και ανολοκλήρωτα όντα, ημιτελείς υπό κατασκευή πολίτες που βρίσκονται λόγω ηλικίας πιο κοντά στο σκοτεινό άπειρο από το οποίο όλοι προήλθαμε και στο οποίο αναπόφευκτα θα καταλήξουμε. Τιμώνται όμως μαζί τους και οι άποροι, οι κατατρεγμένοι και οι ηλικιωμένοι που μοιράζονται με τα παιδιά την αδυναμία, την ανημπόρια και τον κοινωνικό αποκλεισμό. Γι’ αυτό Αϊ-Βασίλης ντύνεται πάντα κάποιος εύρωστος, νεότερος ή γηραιότερος, πάντως ποτέ κάποιος άρρωστος.

Πρόκειται στην ουσία για διαγενεσιακή αλλά και διαταξική ανταλλαγή στην οποία περιλαμβάνονται όλες οι πρακτικές δωροθεσίας και δωροληψίας που λαμβάνουν χώρα κατά τη διάρκεια των γιορτών, όχι μόνο το βράδυ της Πρωτοχρονιάς. Στην Ελλάδα της κρίσης είδαμε να πολλαπλασιάζονται τα παζάρια, τα συσσίτια αστέγων, η συλλογή ρούχων και τροφίμων. Από τα καλάθια στα σουπερμάρκετ μέχρι τους τηλεμαραθώνιους των καλλιτεχνών βγαίνει ένα μήνυμα αλληλεγγύης.

Η Μεταπολίτευση τελειώνει. Καμία άλλη γενιά, εκτός της γενιάς της, δεν γιόρτασε το έθιμο του Αϊ-Βασίλη με τόση ένταση και υλική αφθονία. Φέτος καλείται να διοργανώσει μία από τις τελευταίες διαβατήριες τελετές της. Η εμπειρία της κρίσης είναι η ευκαιρία να πάρει το τελετουργικό της κρίσης των μελλοντικών πολιτών λιγότερο αψήφιστα. Αλλά είναι και μία ευκαιρία να δικαιολογήσει τη ροπή της προς την αφθονία και να ξορκίσει τη σπατάλη της προσφέροντας απλόχερα σε όσους βρίσκονται σε ανάγκη. Και όταν χρόνια μετά, Παραμονή Πρωτοχρονιάς, η γενιά της Κρίσης θα δίνει τα δώρα στα δικά της παιδιά (τη γενιά της Ανάπτυξης;) θα συγχωρεί με τη σειρά της τη γενιά της Μεταπολίτευσης και της Σπατάλης.

Η Χ. Καρακωστάκη είναι πολιτικός επιστήμων, υποψήφια διδάκτωρ Κοινωνιολογίας στην Ecole des Hautes Etudes en Sciences Sociales (Paris)