Ακουσα προχθές στην εκπομπή της Βίκυς Φλέσσα την αρχαιολόγο Αγγελική Κοταρίδου να λέει ότι πρέπει να σταματήσει κάποτε αυτή η ιστορία με την επιστροφή των μαρμάρων του Παρθενώνα. Το έργο του Φειδία έχει οικουμενική αξία, την οποία δεν χάνει όπου κι αν βρίσκεται. Θα τολμούσα να προσθέσω ότι αν η ελληνική Πολιτεία αποφάσιζε να ασκήσει σοβαρή ευρωπαϊκή πολιτική πάνω σε αυτή την αρχή θα έπρεπε να τη στηρίξει. Εμείς, ως Ελληνες, επειδή έχουμε ιδιαίτερη ευαισθησία απέναντι στις υποθέσεις του κλασικού μας πολιτισμού είμαστε έτοιμοι να υπερασπιστούμε τα αριστουργήματά του όπου γης. Και δεν μπορώ να μην αισθανθώ απελευθερωμένος από το ισχυρότερο εθνικό ταμπού των τελευταίων τριάντα χρόνων όταν ακούω να το αμφισβητεί μια αρχαιολόγος με το κύρος της κυρίας Κοταρίδου.

Και ο Λαζόπουλος θα μου πείτε που κόντεψε να δακρύσει παρουσιάζοντας τη Μελίνα χθες στο Σκάι; Σε γενικές γραμμές, πάντως, ένας ασφαλής οδηγός πνευματικής υγείας είναι να σκέφτεσαι το ακριβώς αντίθετο από αυτό που σου λέει ο Λαζόπουλος. Δεν χωράει αμφιβολία ότι η υπόθεση της επιστροφής των μαρμάρων του Παρθενώνα υπήρξε το ισχυρότερο πολιτιστικό μας αντιβιοτικό για κάτι δεκαετίες τώρα. Δεν χωράει αμφιβολία επίσης ότι αν εξαιρέσουμε τη συγκίνηση που μας προσέφερε επί του θέματος η Μελίνα Μερκούρη με το ταλέντο της, όλη αυτή η υπόθεση δεν προσέφερε τίποτε. Αν εξαιρέσω τον ευάερο και ευήλιο δεύτερο όροφο του Νέου Μουσείου της Ακρόπολης αφιερωμένο στο μεγαλύτερο μέρος τους «σε αυτά που κάποτε θα έρθουν», αφήνοντας όσα αριστουργήματα είναι ήδη εδώ να συνωστίζονται στον από κάτω όροφο.

Θα δεχόμουν ότι η μακρόχρονη φασαρία για την επιστροφή των γλυπτών του Παρθενώνα είχε αφήσει κάποια υπεραξία αν ακόμη και χωρίς πρακτικό αποτέλεσμα βοηθούσε την κοινή μας γνώμη να ευαισθητοποιηθεί κατά τι περισσότερο στα ζητήματα καταβολών, ρίζας, σχέσεις της σύγχρονης Ελλάδας με τη γλυκιά αρχαία πατρίδα. Δυστυχώς, το μόνο που κατάφερε ήταν να ερεθίσει λίγο ακόμη το αίσθημα μιας κληρονομικής ιδιοκτησίας, αντιμετωπίζοντας το έργο του παππού Φειδία σαν να ήταν το σερβίτσιο και τα κουταλοπίρουνα της γιαγιάς Μαρουσώς. Εχω δε την ψευδαίσθηση να πιστεύω ακόμη και σήμερα πως αν η Ελλάδα είχε αντιμετωπίσει με μεγαλύτερη σοβαρότητα και λιγότερα δάκρυα το θέμα, αν κάποιος είχε αποφασίσει να εκπονήσει μια εθνική πολιτική για το ζήτημα της αρχαίας περιουσίας μας οι Eυρωπαίοι θα μας αντιμετώπιζαν διαφορετικά.

Θα μου πείτε, αυτοί δεν καταλαβαίνουν από τον καημό που αισθάνεται ο καθένας μας όταν σηκώνει τα μάτια του και βλέποντας τον Παρθενώνα κουνάει το κεφάλι του και καταριέται τον έβδομο λόρδο του Ελγιν που τον κατάκλεψε. Απλώς επειδή πολλή κουβέντα γίνεται για την ανάπτυξη που έρχεται, και πες πες πού θα πάει θα έρθει θέλει δεν θέλει, αναρωτιέμαι μήπως ήρθε η ώρα να ακούσουμε και φωνές όπως της Αγγελικής Κοταρίδου και αποφασίσουμε ότι είναι καλύτερα να υπερασπιζόμαστε την οικουμενική αξία του παρελθόντος μας, χωρίς να το φορτώνουμε με τα συμπλέγματα της ωραίας πλατείας του χωριού μας.