Αν ο ιστορικός του μέλλοντος, με τη νηφαλιότητα που διασφαλίζει η χρονική απόσταση από τα «εμπύρετα» γεγονότα, θελήσει να εντοπίσει τη χαρακτηριστικότερη έκφραση της παρακμής της εποχής μας, αναμφίβολα θα δυσκολευθεί λόγω πληθώρας «επιλογών».

Πιστεύω, ωστόσο, ότι δεν θα σταθεί πρωτίστως στην πανεθνική μας αμεριμνησία, κατά την προ κρίσης περίοδο, και στη συνακόλουθη διαπόμπευση όσων νουνεχών επιδίωκαν να προειδοποιήσουν για τα επερχόμενα. Δεν θα αναδείξει επίσης ως πρωτεύον, εικάζω, την ύπαρξη τόσων σπιθαμιαίων πολιτικών ηγετών, που κατά τις αντιπολιτευτικές τους περιόδους πλειοδοτούσαν στον λαϊκισμό, τη δημαγωγία και την «ικανότητα» εφεύρεσης λύσεων, αρχικά μόνον ευχάριστων, στη συνέχεια δε, τουλάχιστον, ανώδυνων (καθότι «εναλλακτικών»). Ομοίως, δεν θα επικεντρωθεί, φαντάζομαι, στην κυριαρχία ενός συντεχνιακού κανιβαλισμού, πολιτικοκοινωνικά καταξιωμένου μάλιστα(!) –δεν μπορώ να ξεχάσω τον «εκσυγχρονιστή» μεγαλοϋπουργό που «ξεσκόνιζε» ασύστολα στην εκπομπή τού Πρετεντέρη τον φωτοδότη και φωτοκόφτη Φωτόπουλο –με αποτέλεσμα την ολοσχερή κατίσχυση μιας τέτοιας νοσηρής νοοτροπίας. Ενδεχομένως δεν θα επιλέξει, εκτιμώ, ούτε καν την εθνική μας «μοναδικότητα», να δημιουργήσουμε ένα πολιτικό μόρφωμα τόσο κοντινό στο ναζιστικό μοντέλο όσο δεν υπήρξε μεταπολεμικά σε καμία άλλη χώρα. Και, βέβαια, δεν θα εστιάσει στην επί μακρόν διατήρηση των προκλητικών προνομίων των υπαλλήλων της Βουλής, όπου υπηρετούν τόσες –περιορισμένων προσόντων –σύζυγοι υπουργών.

Κατά την ταπεινή μου εκτίμηση, και στο μέτρο που μπορώ να προεκτιμήσω τη νηφάλια κρίση του, ο έλληνας ιστορικός του μέλλοντος θα αναδείξει ως κορυφαία έκφραση και εκδήλωση του παρακμιακού χαρακτήρα της εποχής μας την αναρρίχηση… Καμμένου σε κομματικό ηγέτη με διψήφιο μάλιστα εκλογικό ποσοστό! Αν, δε, θελήσει να ψηλαφίσει και τα αίτια που οδήγησαν εκεί, ίσως σταθεί στον ζωτικό πολιτικό χώρο που δημιούργησε, για τον συγκεκριμένο «ριζοσπάστη ηγέτη», ο αρχηγός της παραταξιακής ναυαρχίδας της ελληνικής Δεξιάς. Με άλλα λόγια, ο αυριανός ιστορικός ενδεχομένως να κρίνει την όλη, έναντι του Μνημονίου, στάση του Α. Σαμαρά διαφορετικά από τους σημερινούς πολιτικούς σχολιαστές, οι οποίοι όχι μόνο βλέπουν τον Πρωθυπουργό ως παράγοντα σταθερότητας (και, πλέον, μάλλον είναι), αλλά και του αναγνωρίζουν δικαίωση της αρχικής του θέσης για το –πρώτο –Μνημόνιο πως «δεν βγαίνει». (Το τότε πρώτιστο ζητούμενο, όμως, δεν ήταν η απόσπαση εξ αρχής βοήθειας διασφαλίζουσας την άμεση οικονομική σωτηρία μας. Ηταν η μη «αφίππευση» από το ευρωενωσιακό και το δυτικό γενικότερα θεσμικό και πολιτικό άρμα, το οποίο, χωρίς να εγγυάται κατά 100% την επιβίωσή μας, μέσα από τις αναμενόμενες μεταγενέστερες προσαρμογές της βοήθειας, όταν αυτές θα καθίσταντο πολιτικά εφικτές στις χώρες των δανειστών μας, αποτελούσε τη μη χείρονα πολιτική επιλογή: τη μόνη που επέτρεπε την «ελπίδα» η αναπόφευκτη, λόγω της παρατεταμένης αφροσύνης μας, μεγάλη επιδείνωση του βιοτικού μας επιπέδου να μην καταστεί καταβαράθρωση, να μην οδηγηθούμε δηλαδή σε τριτοκοσμικό επίπεδο ζωής αλλά να παραμείνουμε, έστω, οι «φτωχοί συγγενείς της Δύσης).

Αν, όμως, η πολιτική μυωπία ή ο καιροσκοπισμός –για μία ακόμη φορά μετά το «μακεδονικό» –του σημερινού Πρωθυπουργού οδήγησε τον τόπο στην ακραία παρακμή που εκφράζει η ηγετική αναρρίχηση Καμμένου, μήπως πρέπει να ισχύσει ο κανόνας «ο τρώσας και ιάσεται»; Μήπως, δηλαδή, με δεδομένη τη διόγκωση του υπερδεξιού ριζοσπαστισμού, ο πρόεδρος της ΝΔ (επωφελούμενος και από την παρούσα συγκυρία στους Ακατέργαστους Ελληνες) οφείλει να δημιουργήσει, μέσα από ανασυνθέσεις, ένα συντηρητικό κόμμα σοβαρό, υπεύθυνο αλλά και δεξιό τόσο ώστε να περιορίσει τον ζωτικό χώρο για τις ακραίες ή ακραία ανεύθυνες και πολιτικά πρωτόγονες εκδοχές της ελληνικής Δεξιάς; Ο Σαμαράς δείχνει να έχει τη σχετική συνείδηση. Ωστόσο κάτι τέτοιο θα άφηνε τόσο ανοικτό «έδαφος» μεταξύ ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ που θα μπορούσε να καλυφθεί μόνο από μια σοβαρή, ενιαία ενδεχομένως και πάντως μη συνθλιβόμενη από τη ρήτρα του +50 πολιτική έκφραση της Κεντροαριστεράς. Αυτό, βέβαια, δεν εξαρτάται μόνο από τον σημερινό Πρωθυπουργό: Το κομματικό σύστημα, όπως κάθε σύστημα, είναι ένα σύνολο στοιχείων σε αλληλεξάρτηση. Με άλλα λόγια, η σωτηρία του φιλελεύθερου αστικού πολιτισμού (και του ανάλογου βιοτικού επιπέδου) στη χώρα μας προϋποθέτει πλέον σύγκλιση υπευθυνότητας των πολιτικών δυνάμεων που υπηρετούν αυτόν τον πολιτισμό. Ενδεχομένως, δε, και –άτυπη –συνεργασία τους.

Ο Θανάσης Διαμαντόπουλος είναι καθηγητής Πολιτικών Θεσμών και Συγκριτικής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο