Για μια στιγμή σάστισε ο κόσμος –προτού ξεσπάσει σε δάκρυα που πλαισιώνουν πάντα φαντασμαγορικά τη μιντιακή φρενίτιδα, την οποία συνεπάγονται τα ακραία φαινόμενα. Ούτε ο λόγος μπορεί να περιγράψει ούτε η λογική να χωρέσει το άγριο ξέσπασμα της φρενιτιώδους, φονικής βίας ενός 20χρονου εναντίον μαθητών δημοτικού σχολείου στην Πολιτεία του Κονέτικατ. Ομως οι απευθείας συνδέσεις από τις οποίες το παγκόσμιο φιλοθέαμον πλήθος παρακολουθεί τις συνέπειες της τραγωδίας –τους γονείς να θρηνούν, τα παιδάκια να μιλούν στον φακό για τις σκηνές που έζησαν, αντίστοιχες των οποίων όταν προβάλλονταν σκηνοθετημένες στα τηλεοπτικά θεάματα θρίλερ τούς ήταν απαγορευμένες από συνετούς γονείς –παραμένουν ένα θέαμα δυστυχίας, το οποίο όσο και αν συγκινεί, όσο και αν εγείρει προβληματισμούς μοιάζει να μην αφορά άμεσα τους πιο «μακρινούς» τόπους.

Είναι η λειτουργία η ίδια της τηλεόρασης, είναι το καθιερωμένο τελετουργικό τής ενημέρωσης και τα δημοσιογραφικά στερεότυπα που επιβάλλει η ταχύτητα της αναμετάδοσης εικόνων και γεγονότων.

Οι εικόνες του πανικού, οι αφηγήσεις του τρόμου, οι μαρτυρίες «συμμαθητών» και γειτόνων και οι δημοσιογραφικοί αυτοματισμοί, η επιβεβλημένη από τον δημοσιογραφικό κανόνα απάντηση στο «γιατί;» συνθέτουν τη βιαστική εικόνα του παροξυσμικού ξεσπάσματος ενός κακού που βρίσκεται εκτός κοινωνίας, με χαρακτηριστικά μιας διαταραχής ψυχικής ή ό,τι άλλο –ο 20χρονος δράστης έπασχε από μια ιδιαίτερη μορφή αυτισμού από την οποία πάσχουν οι ιδιοφυΐες.

Ειδικά αυτό το μοιραίο στοιχείο της ξεχωριστής, αταξινόμητης προσωπικότητας του δράστη είναι που προσδίδει περισσότερο και από τους θανάτους των παιδιών –και έξι ενηλίκων –τη γαστριμαργικά ψυχαγωγική διάσταση στο ενημερωτικό θέαμα.

Αλλωστε οι ίδιοι δημοσιογραφικοί αυτοματισμοί και στο εγχώριο ειδησεογραφικό θέαμα επιβεβαίωσαν την πανίσχυρη αφομοιωτική τάση του τελετουργικού της ενημέρωσης. Υπήρχαν ελληνικής καταγωγής παιδάκια μεταξύ των θυμάτων; Ευτυχώς όχι, τα «δικά μας» σώθηκαν. Και ακόμη, μια ελληνίδα δασκάλα έσωσε 18 παιδάκια. Να και υλικό για το γλυκό παραμύθι του πατροπαράδοτου ηρωισμού και της αυτοθυσίας της φυλής.

Οι μηχανισμοί επεξεργασίας και ταξινόμησης της τραγωδίας ενεργοποιήθηκαν αυτομάτως και λειτούργησαν παντού στον κόσμο. Και όμως, διαβάζουμε ότι από το 1996, την εποχή που ακόμη ακουγόταν ξέφρενος ο καλπασμός της καταναλωτικής ευημερίας, η παγκόσμια κοινότητα θρηνούσε κάθε τόσο θύματα –σχολιαρόπαιδα και φοιτητές –από παρόμοια περιστατικά βίας. Και από τις περίπου 15 επιθέσεις σε σχολεία και πανεπιστήμια, οι 10-11 από αυτές έγιναν από εφήβους, το πολύ 20χρονους. Σε Σκωτία, Γερμανία, Ελσίνκι, Ρίο ντε Ζανέιρο, Μπακού στο Αζερμπαϊτζάν, Τουλούζη στη Γαλλία και σε 7 αμερικανικές πολιτείες οι επιθέσεις σε κοινότητες μαθητών και παιδιών, με μεθόδους σχεδόν «καρμπόν» και κατάληξη την αυτοκτονία των δραστών, αποκαλύπτουν το ιοβόλο φαινόμενο της νεανικής βίας που προσβάλλει την καρδιά του παγκόσμιου πολιτισμού, τα νιάτα. Οχι μόνο ως ηλικιακό γεγονός αλλά περισσότερο ως σύμβολο της συνέχειας του πολιτισμού και των ελπίδων του.

Εχει αναλυθεί επί μακρόν η κουλτούρα της βίας, η ευθύνη της τηλεόρασης όχι μόνο για την ευκολία με την οποία παρουσιάζει τη χρήση της βίας αλλά και για τη σταδιακή απαξία της προσωπικότητας από πλήθος προγραμμάτων, του σεβασμού στη ζωή. Εχει γίνει μείζον πολιτικό και πολιτισμικό πρόβλημα στις ΗΠΑ η κουλτούρα των όπλων, με την κατοχή τους από οποιονδήποτε ιδιώτη να διεκδικείται ως «δικαίωμα», όπως η ψήφος. Αλλά περισσότερο από όλα αυτά στα οποία μπορεί να μοιραστεί αναλογικά η ευθύνη, ίσως το πραγματικό πρόβλημα να είναι ότι από τον υπερφωτισμό των παντός είδους φωτογενών συμβάντων γίναμε ένας κόσμος που έχει χάσει τη σκιά του.