Κάθε Νοέμβρη, τέτοια μέρα, δεν γίνεται να μη θυμηθώ ένα υπέροχο τραγούδι του Τάσου Λειβαδίτη, που μελοποίησε με έμπνευση και συγκίνηση ο Μίκης Θεοδωράκης. Αυτό: «Τα νεαρά ζευγάρια σαν αστέρια/ σ’ ομορφαίνουν μαύρη πολιτεία./ Για μια στιγμή κρατιούνται από τα χέρια/ σκοτώνονται στην άλλη γωνία/ Παιδιά, και τον αντέξατε τον δύσκολο καιρό/ Δεν έχει ο έρωτας αρχή και ο κόσμος τελειωμό/ Στον δρόμο περπατούν αγκαλιασμένοι/ κρυφομιλούνε σε κάποιο καφενείο./ Κι όλοι οι νεκροί είναι πάλι αναστημένοι/ σαν γονατίζουν στο Πολυτεχνείο./ Παιδιά, και τον αντέξατε τον δύσκολο καιρό/ Δεν έχει ο έρωτας αρχή κι ο κόσμος τελειωμό».

Γυρίζω στα πρώτα χρόνια της μεταδικτατορικής Ελλάδας και μου ‘ρχεται να βάλω τα κλάματα: ποτάμια οι νέοι στην Πατησίων, στη Σταδίου, στο Σύνταγμα, στη Β. Σοφίας έξω από την αμερικανική πρεσβεία. Και όχι μόνο νέοι. Αλλά και γέροντες και μεσόκοποι, γυναίκες και άντρες. Η μεγάλη παρέα για την ακριβή επέτειο. Και ένα χτυποκάρδι από όλους.

Γι’ αυτή την ιστορική ημέρα της εξέγερσης. Που πάνε τώρα πάρα πολλοί να την απαξιώσουν. Λέγοντας και γράφοντας πως για τη σημερινή κατάντια της χώρας μας φταίει η γενιά του Πολυτεχνείου.

Αστόχαστα λόγια. Και άδικα. Και βαριά. Εχουμε φτάσει σ’ ένα σημείο απελπισίας, που δεν πολυσκεφτόμαστε τι λέμε. Αχτι βγάζουμε. Γυρεύουμε συνεχώς να βρούμε κάποιους άλλους, εκτός από εμάς, για να τους ρίξουμε την ευθύνη. Ετσι αισθανόμαστε πως ξαλαφρώνουμε. Ψυχραιμία, όμως, παιδιά… Στην Ελλάδα όντως έγινε ένα έγκλημα και οι ένοχοι είναι κυρίως οι πολιτικοί. Αλλά συνεργοί είμαστε κι εμείς. Μας άρεσε έτσι όπως ζούσαμε. Με δανεικά. Κανείς δεν μας είπε, βέβαια, από τους προεστούς, ότι αυτά τα δανεικά κάποτε θα τα ξεπληρώσουμε. Γιατί «ο χαριστής επέθανε», όπως έγραφαν οι παλιές λαϊκές φυλλάδες. Από την άλλη μεριά, όμως, εμείς, «ο πιο έξυπνος λαός του κόσμου», δεν είχαμε λίγο νιονιό για να αντιληφθούμε ότι πάμε ντουγρού για το βάραθρο; Εμείς δεν ψηφίζαμε όλους αυτούς τους πολιτικούς, πολλοί από τους οποίους είναι της γενιάς του Πολυτεχνείου; Εμείς δεν πανηγυρίζαμε και ζητούσαμε ρουσφέτια;

Μην πάμε, λοιπόν, μονόπαντα. Αν συγκρίνουμε τις δεκαετίες του ’70 και του ’80 με το σήμερα θα δούμε ότι έχουν γίνει άλματα προς τα εμπρός. Απ’ αυτούς τους πολιτικούς, απ’ αυτόν τον λαό. Πώς ήταν η Ελλάδα το ’70 και το ’80; Ηταν ριζωμένη η δημοκρατία; Είχαμε ενταχθεί στο κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα; Ο κόσμος ανέπνεε –κι έβριζε όποτε ήθελε –ελεύθερα; Είχαμε αυτοκινητοδρόμους, αεροδρόμια, Μετρό; Υπήρχαν σχολεία για τα παιδιά μας; Υπήρχαν νοσοκομεία, Κέντρα Υγείας, πανεπιστήμια; Να τα λέμε όλα. Πρέπει.