Το 1525 ο 30άρης Πιέτρο Αρετίνο προκαλούσε την παπική εξουσία διακινδυνεύοντας τη ζωή του με τα «Ακόλαστα σονέτα» του. Ηταν στίχοι για τις ερωτικές στάσεις ενός άνδρα και μιας γυναίκας, οι οποίοι παρέπεμπαν στη διαφθορά που επικρατούσε στο Βατικανό, και εκδόθηκαν στη Βενετία αψηφώντας τη λογοκρισία του Πάπα. Το 1972, η 23χρονη Λίντα Λάβλεϊς (Μπόρμαν), κόρη αστυνομικού και πιστού καθολικού η οποία έγινε πορνοστάρ, κέρδιζε 600 εκατ. δολάρια από την περίφημη πεολειξία της στην ταινία «Βαθύ λαρύγγι» που προκάλεσε δίκες, πυρπολήσεις κινηματογράφων, εμπλοκή της Μαφίας και του FBI. Ο Αρετίνο συνέχισε να παρεμβαίνει πολιτικά λιβελογραφώντας μέχρι τον θάνατό του (1556) ενώ η Λάβλεϊς έκανε στροφή καταγγέλλοντας τη βιομηχανία του σεξ τόσο στην αυτοβιογραφία της (1980) όσο και σε κρατικές επιτροπές ελέγχου των αμερικανικών ηθών.

Οι ιστορίες τους αναπτύσσονται γλαφυρά στο πρώτο πολιτισμικό «Λεξικό της πορνογραφίας» που κυκλοφορεί στην Ελλάδα, μαζί με δεκάδες άλλες ιστορίες που αφορούν τον πόθο και τα αινίγματά του, τον ερωτισμό, τη σεξουαλικότητα και τον ερεθισμό της φαντασίας, τις διάφορες απόψεις για το άσεμνο, το αισχρό, το βέβηλο και το απωθημένο, την ακολασία και το σκάνδαλο, το θεμιτό και το αθέμιτο, παράλληλα με ιστορίες για τους «εργάτες του σεξ», τους εργοδότες, τους καταναλωτές ή τους διώκτες του, τους συγγραφείς και τους καλλιτέχνες που το ανέδειξαν στις κοινωνίες της Δύσης και της Ανατολής.

Πρόκειται για ένα εξαιρετικό έργο αναφοράς, συνδεδεμένο με τις ανθρωπιστικές επιστήμες, που εξετάζει την πορνογραφία έξω από τα όρια της σεμνοτυφίας και της θρησκείας, ως πολιτισμική πρακτική. Ενα έργο 700 σελίδων των γαλλικών πανεπιστημιακών εκδόσεων (PUF), με 450 λήμματα γραμμένα από 102 ειδικούς (κοινωνιολόγους, ψυχίατρους, δικηγόρους, φιλολόγους, συγγραφείς κ.ά.), που κυκλοφορεί τη Δευτέρα από τον Καλέντη (επιμ. Φιλίπ ντι Φολκό, μτφ. Γιάννης Καυκιάς, πρόλ. Ζαν Κλοντ Καριέρ). Δίνει έμφαση στα γαλλικά και αγγλοσαξονικά πράγματα αλλά αγγίζει μέχρι και τη μουσουλμανική (!) πορνογραφία. Και διαβάζεται με αμείωτο ενδιαφέρον ως συλλογή δοκιμίων, καθώς παρουσιάζει –όπως αναμένεται –«βιογραφίες» ή πρακτικές, και απογειώνεται σε θαυμάσιες στοχαστικές αναλύσεις. Ετσι θα βρει κανείς λήμματα-άρθρα για τον Καζανόβα, τον Σαντ, , τον Ζενέ, τον Αλμοδόβαρ, τον Αράκι, την Τσιτσιολίνα, ή τον Βίλχελμ Ράιχ κ.ο.κ., όπως και για την «Ανικανότητα», την «Παρενδυσία», την «Εφηβοφιλική παιδεραστία», την «Σκοποφιλική ενόρμηση» (την ηδονοβλεψία κατά Φρόιντ, Λακάν κ.ά.), το Snuff, το «Κυβερνο-σεξ» ή τον «Σεξουαλικό τουρισμό» κ.ο.κ. Ομως θα διαβάσει και αναλύσεις ειδικών για τα «Στερεότυπα», τον «Φεμινισμό», τη «Γυναίκα-αντικείμενο», την «Τυραννία της συνουσίας» αλλά και για τη «Λογοκρισία», την «Οικονομία του πορνό», τα «Τηλε-ριάλιτι» κ.ο.κ.

«Τα όρια της πορνογραφίας είναι ασαφή και η επιλογή των λημμάτων αυθαίρετη» σχολιάζει ο Ζαν Κλοντ Καριέρ. Η λέξη «Πορνογράφος» εμφανίζεται πάντως το 1769 σε ένα κείμενο-κανονισμό του Ρετίφ ντε λα Μπρετόν για μπουρδέλα υπό κρατικό έλεγχο. Το 1842 απαγγέλλεται η πρώτη καταδίκη για πορνογραφία και το 1994 η αναφορά στην «πόρνη» αφαιρείται από τον γαλλικό ποινικό κώδικα. Η καταγγελία της πορνογραφίας και ο περιορισμός τής ελευθερίας του λόγου σχετικά με το σώμα και το σεξ κυριαρχούν από το 1850 μέχρι τις δεκαετίες 1980-90. Σήμερα όμως που η σεξουαλική δραστηριότητα καθίσταται όλο και περισσότερο «κανονική» και ορατή, για ορισμένους τίθεται το ερώτημα μήπως εκλείπει σιγά σιγά η έννοια του άσεμνου. Ωστόσο, εάν παρακολουθήσει κανείς τις υποθέσεις λογοκρισίας που τη συνοδεύουν, τείνει να συμφωνήσει με τον δικηγόρο και καθηγητή στο Χάρβαρντ Αλαν Ντέρσοβιτς, ο οποίος θεωρεί πως «οι κίνδυνοι από τη λογοκρισία είναι πολύ πιο μεγάλοι από αυτούς της πορνογραφίας».