1Σύμφωνα προς έναν ορισμό της δικαιοκρατίας – ορισμένοι, μάλιστα, τον χρησιμοποιούν για να ορίσουν και τη δημοκρατία – αυτή ταυτίζεται προς την απόλυτη κυριαρχία, το «άρχειν», του νόμου (τη «Νομαρχία», με την έννοια που χρησιμοποιήθηκε ο όρος στην κλασική ομότιτλη μονογραφία του Ανώνυμου Ελληνα). Ο νόμος είναι, υποτίθεται, πάνω από κάθε πρόσωπο και κάθε ατομική βούληση. Σημαίνει αυτό, άραγε, πως είναι πάνω και από τη βούληση – ή τα συμφέροντα – των θεσμικών εφαρμοστών του, δηλαδή των δικαστών;

Η εκ μέρους των υπηρετών της Θέμιδας κατ’ εξακολούθηση παράβαση του κορυφαίου νόμου της συντεταγμένης δημοκρατικής πολιτείας – δηλαδή του Συντάγματος, το άρθρο 23 του οποίου ρητά τούς απαγορεύει «απεργία υπό οιανδήποτε μορφή», όπου αδιαφιλονίκητα περιλαμβάνεται και η συστηματική επαναλαμβανόμενη πολύωρη στάση εργασίας, μολονότι αυτή δεν οδηγεί σε περικοπή μισθών – επιτρέπει κάποιες αμφιβολίες.

Αυτό, αντίθετα, για το οποίο έχω απόλυτα πεισθεί είναι ότι οι εξελίξεις δείχνουν να δικαιώνουν – έστω και με «ετερογονία» των σκοπών της ιστορίας – τον Βίκτωρα Ουγκώ. Ο οποίος, ερωτηθείς μετά την κατάρρευση της 2ης γαλλικής αυτοκρατορίας του μικρού Βοναπάρτη Ναπολέοντα του 3ου, ποιος είναι ο νέος τύραννος της Γαλλίας, απάντησε: «ο ανακριτής». Εφόσον, βέβαια, ο όρος εκληφθεί στην ευρεία του έννοια… Ο σύγχρονος πάντως έλληνας δικαστής – ανακριτής ασκεί, διά της παρατεινόμενης αρνησιδικίας, μια απίστευτα βάναυση βία πάνω στην κοινωνία και την πολιτεία. Μια παράνομη «θεσμική» βία που προκαλεί μάλιστα και κοινωνική αντίστοιχη, ωθώντας ενίοτε στην αυτοδικία τους αδυνατούντες να βρουν δικαστική δικαίωση… (Ο δε υπέρτατος εγγυητής της νομιμότητας κ. Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, δείχνει υπέρμετρα διστακτικός να επιβάλει στους συναδέλφους του την τήρησή της).

2Φοβάμαι πως η τραγική φυλετική βία, που τόσο έχει διογκωθεί τελευταία, σε κάποιες δε περιπτώσεις εκδηλώνεται ακόμη και με μαχαιρώματα αλλοδαπών, δεν πρόκειται να καμφθεί σύντομα. Μάλλον θα διογκωθεί, όπως και το πολιτικό ρεύμα που – εκούσια ή, έστω, στον βαθμό αυτόν, ακούσια – την υποδαυλίζει. Πράγματι. Η επί δεκαετίες εθελοτύφλωση του κράτους – μπάχαλου ή «σουρωτηριού» στο μεταναστευτικό ρεύμα άναψε μια πυρκαγιά από αυτές που δεν σβήνουν με νερό, αλλά με αίμα (για να δανειστούμε τη φράση – κλισέ του φιλόσοφου Στέλιου Ράμφου).

Ωστόσο αυτή η δραματική διολίσθηση αναζωογόνησε τη συζήτηση περί μορφών βίας, άλλες εκ των οποίων – π.χ. η μαζική, κοινωνική, «επαναστατική» βία – θεωρούνται θεμιτές ή «καλές», ενώ άλλες, όπως η φυλετική βία, χαρακτηρίζονται απαράδεκτες και καταδικαστέες. Σε όσους κάνουν τέτοιες διακρίσεις θα ήθελα μόνο να θυμίσω ότι ευαγγέλιο της επαναστατικής βίας ήταν το μεγάλο έργο του Ζορζ Σορέλ «Στοχασμοί πάνω στη βία». Και αποτελούσε το λατρεμένο, το πιο προνομιακό ανάγνωσμα («livre de chevet») του… Αδόλφου Χίτλερ.

3Κατά τα λοιπά, ασφαλώς και δεν έχει την ίδια απαξία το τερατούργημα της εξολόθρευσης ενός ανθρώπου λόγω φυλής ή χρώματος (ή, βεβαίως, επειδή κατάγεται από «ταξικούς εχθρούς του λαού») με τον απλό «εγκιβωτισμό» εντός των τειχών ενός πληθυσμού 5.000.000 ανθρώπων. Ωστόσο προσωπικά ως βία κατά της μάζας – και όχι ως βία που ασκεί η μάζα – αισθάνθηκα τον εγκλεισμό των κατοίκων του Λεκανοπεδίου που επέβαλε, στο πλαίσιο μιας προεκλογικής επαναστατικής γυμναστικής, την τελευταία πρωτομαγιά το ΚΚΕ, αποκλείοντας όλες τις βασικές οδικές αρτηρίες εξόδου από το κλεινόν άστυ και εμποδίζοντας των απόπλου των πλοίων, παρά την αντίθετη απόφαση της πλειοψηφίας των εμπλεκόμενων συνδικάτων. Επειδή, δε, ο «Ριζοσπάστης» μού έκανε την τιμή ειδικού ολοσέλιδου αφιερώματος, αυθημερόν τοιχοκολληθέντος σχεδόν παντού στο Πάντειο, όπου, μεταξύ άλλων, θυμήθηκε ότι βιογράφησα τον Μητσοτάκη (όπως άλλωστε βιογράφησα και τον Ελ. Βενιζέλο αλλά και τον Γεώργιο Παπανδρέου σε ξενόγλωσση έκδοση), θα αναφέρω μόνο δύο τινά: με το τελικό χειρόγραφο παραδομένο αρχές της άνοιξης του 1989 στον εκδότη Βίκτωρα Παπαζήση, όπως ο ίδιος είχε δημόσια αναγνωρίσει, αυτός ανέβαλε την έκδοση για μετά τις αλλεπάλληλες εκλογικές αναμετρήσεις της χρονιάς εκείνης «ώστε να μη βλάψει πολιτικά τον πρόεδρο», όπως μου είχε εκμυστηρευθεί. Ωστόσο, στον τόμο της βιογραφίας που εγώ συνέγραψα, περιλαμβανόταν, παράλληλα προς τις κριτικές αποτιμήσεις της δημόσιας παρουσίας του, και ένας μεγάλος έπαινος για τον κρητικό πολιτικό: ότι υπήρξε εκ των πρώτων εκπροσώπων του αστικού κόσμου που ετάχθη υπέρ «επανανομιμοποίησης» -της άρσης της εκτός νόμου θέσης – του ΚΚΕ. Και εξακολουθώ να μη θεωρώ τον έπαινο αυτό «νεανικό αμάρτημά μου»…

Αντίθετα, όμως, κάνω την αυτοκριτική μου για τους καβγάδες με τον πατέρα μου, οποτεδήποτε αυτός υποστήριζε την εγγενή ομοείδεια και ομοιότητα των δύο πολιτικών άκρων, ισχυριζόμενος πως η βία δεν έχει πρόσημο (σκοπού). Με βάση την υποκειμενικότητα της ανθρώπινης ματιάς, όλοι οι σκοποί μπορούν να θεωρηθούν καλοί.

Ο Θανάσης Διαμαντόπουλος είναι καθηγητής Πολιτικών Θεσμών και Συγκριτικής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο